συμπαραγίγνομαι
Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam
English (LSJ)
A to be ready at the same time, of crops ripening, Hdt.4.199.
2 arrive or be present at the same time, PSI5.502.24 (iii B.C.); come together, Ev.Luc.23.48.
3 come together with, of planets, Vett.Val.64.22.
II stand by another, τινι D.59.72, v.l. in 2 Ep.Ti.4.16; come in to assist, Th.2.82, 6.92.
German (Pape)
[Seite 984] (s. γίγνομαι), mit od. zugleich ankommen; von der Erndte, Her. 4, 199; Thuc. 2, 82. 6, 92; Dem. 59, 72, wie adesse, beistehen; u. Sp.
French (Bailly abrégé)
1 se présenter ou apparaître en même temps;
2 se tenir auprès de, τινι ; assister, τινι.
Étymologie: σύν, παραγίγνομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συμ-παραγίγνομαι, Att. ξυμπαραγίγνομαι tegelijkertijd arriveren, tegelijkertijd verschijnen. Hdt. 4.199.2. samen (ergens naartoe) gaan, samenkomen:. οἱ συμπαραγενόμενοι ὄχλοι ἐπὶ τὴν θεωρίαν ταύτην de mensen die voor het schouwspel samengekomen waren NT Luc. 23.48. te hulp komen; met dat. bijstaan, helpen.
Russian (Dvoretsky)
συμπαραγίγνομαι: ион. συμπαραγίνομαι
1 одновременно появляться, подоспевать, приходить (ἐπὶ τὴν θεωρίαν NT): ὥστε καταβέβρωται ὁ πρῶτος καρπὸς καὶ ὁ τελευταῖος συμπαραγίνεται Her. когда съеден первый урожай, поспевает последний (т. е. новый); βραχεῖ μορίῳ ξυμπαραγενόμενοι Thuc. подоспев (на помощь) с небольшим отрядом;
2 помогать (τινι Dem., NT).
Greek Monolingual
και συμπαραγίνομαι, Α
(αποθ.)
1. (για καρπούς) ωριμάζω ταυτόχρονα με κάποιον άλλο («ὥστε ἐκπέποταί τε καὶ καταβέβρωται ὁ πρῶτος καρπὸς καὶ ὁ τελευταῖος συμπαραγίνεται», Ηρόδ.)
2. βρίσκομαι κοντά, βοηθώ κάποιον
3. είμαι έτοιμος να τρέξω να βοηθήσω κάποιον
4. φθάνω σε έναν τόπο μαζί ή συγχρόνως με κάποιον ή κάποιους άλλους
5. παρουσιάζομαι συγχρόνως με κάποιον άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + παραγίγνομαι «παρουσιάζομαι, παρευρίσκομαι, ωριμάζω»].
Greek Monotonic
συμπαραγίγνομαι: μέλ. -γενήσομαι, αποθ., γίνομαι έτοιμος συγχρόνως, λέγεται για καρπούς που ωριμάζουν, σε Ηρόδ.
II. στέκομαι στο πλευρό κάποιου, έρχομαι να τον βοηθήσω, συμπαρίσταμαι, σε Θουκ.
Greek (Liddell-Scott)
συμπαραγίγνομαι: ἀποθ., εἶμαι συγχρόνως ἕτοιμος, ἐπὶ καρπῶν ὡριμαζόντων, Ἡρόδ. 4. 199. ΙΙ. συμπαραστατῶ, συμπαρευρίσκομαι, τινι Δημ. 1369. 17· ἔρχομαι εἰς βοήθειαν, Θουκ. 2. 28., 6. 92.
Middle Liddell
fut. -γενήσομαι
Dep.
I. to be ready at the same time, of fruit ripening, Hdt.
II. to stand by another, to come in to assist, Thuc.