πρῴ

From LSJ
Revision as of 14:41, 16 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρῴ Medium diacritics: πρῴ Low diacritics: πρω Capitals: ΠΡΩ
Transliteration A: prṓi Transliteration B: prō Transliteration C: pro Beta Code: prw/|

English (LSJ)

v. sub πρωΐ: early, prematurely, early in the morning, in the morning, too soon.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρῴ ook πρωΐ [πρό; ~ πρώην] adv.; comp. πρωΐτερον en πρῴτερον, πρωϊαίτερον en πρῳαίτερον; superl. πρωΐτατα en πρῴτατα, πρωϊαίτατα en πρῳαίτατα ‘s ochtends vroeg:; πρῲ τῇ ὑστεραίᾳ = de volgende ochtend vroeg Xen. Cyr. 1.4.16; ἀπὸ πρωῒ ἕως ἑσπέρας van de vroege ochtend tot de avond NT Act. Ap. 28.23; met gen. (part.). πρωῒ ἔτι τῆς ἡμέρης nog vroeg in de ochtend Hdt. 9.101.2; ἑκάστης ἡμέρας πρῴ elke ochtend vroeg Xen. Hell. 1.1.30; τῆς ὥρας πρῴτερον op een vroeger uur Thuc. 7.39.1. uitbr. vroeg:; πρῴτατα... ἐς τὴν Ἀττικὴν ἐσέβαλλον zeer vroeg in het jaar vielen ze Attica binnen Thuc. 7.17.1; met gen.. πρωῒ τοῦ ἦρος vroeg in de lente Hp. Epid. 1.1. te vroeg, voortijdig:. δέδοικα γὰρ μὴ πρῲ λέγοις ἄν ik ben bang dat je misschien voortijdig spreekt Soph. Tr. 631.

French (Bailly abrégé)

v. πρωΐ.

German (Pape)

att. = πρωΐ. cf. πρώ.

Greek Monolingual

πρωΐ ΝΜΑ, και αττ. τ. πρῴ ή πρώ και σε κώδικες πρῶϊ και πρῷ Α
επίρρ. χρον.
1. κατά το χρονικό διάστημα πριν από την ανατολή του ηλίου ή αμέσως μετά από αυτήν
2. κατά το διάστημα της ημέρας που μεσολαβεί από την αυγή ώς το μεσημέρι
3. (με άρθρο ως ουσ.) το πρωί ή τo πρωΐ
ο χρόνος γύρω από την ανατολή του ηλίου, η πρωία (α. «έφυγε το πρωί» β. «ὤρθρισε δὲ... τῷ πρωί εἰς τὸν τόπον», ΠΔ)
νεοελλ.
1. φρ. α) «πρωί πρωί» — κατά τα χαράματα, πολύ πρωί, πολύ νωρίς
β) «από το πρωί ώς το βράδυ» — σε όλη τη διάρκεια της ημέρας
γ) «από το βράδυ ώς το πρωί» — σε όλη τη διάρκεια της νύχτας, όλη τη νύχτα
2. παροιμ. α) «ο που δεν είδε το πρωί, ούτ' όλη την ημέρα» — δηλώνει ότι αυτός που δεν ευτύχησε κατά τη νεότητά του δεν πρόκειται να ευτυχήσει ποτέ
β) «η καλή μέρα φαίνεται από το πρωί» — η καλή αρχή προοιωνίζεται και καλό τέλος
αρχ.
1. νωρίς, έγκαιρα ή γρήγοραπρωί μάλα σπεύδων», Ησίοδ.)
2. πάρα πολύ νωρίς («πρῴ γε στενάζεις», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. πρωί έχει σχηματιστεί από ένα αμάρτυρο επίρρ. πρώ, που ανάγεται στην πρόθεση πρό με την κατάλ. της τοπικής πτώσης αναλογικά προς τα ἦρι, πέρυσι (βλ. και λ. πρώην)].

Lexicon Thucydideum

prora, prow, bow, 2.83.5, 7.36.2, 7.36.27.65.2.

Lexicon Thucydideum

vel or πρωΐ, mane, in the morning, 7.78.4, 7.79.1,
mature, early, 4.6.1, [vulgo commonly πρωῒ]
COMP. 7.39.1, [vulgo commonly πρωϊαίτερον]. 8.101.3,
SUP. 7.19.1, [vulgo commonly πρωϊαίτατα]