ὀλόφυρσις

From LSJ
Revision as of 15:41, 16 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{trml.*}}\n)({{.*}}$)" to "$2 $1")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Κέρδος πονηρὸν μηδέποτε βούλου λαβεῖν → Ex non honesto lucra sectari cave → Hab nie den Wunsch, unredlichen Gewinn zu ziehn

Menander, Monostichoi, 288
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀλόφυρσις Medium diacritics: ὀλόφυρσις Low diacritics: ολόφυρσις Capitals: ΟΛΟΦΥΡΣΙΣ
Transliteration A: olóphyrsis Transliteration B: olophyrsis Transliteration C: olofyrsis Beta Code: o)lo/fursis

English (LSJ)

-εως, ἡ, = ὀλοφυρμός (lamentation), τὴν ὀ. τινὸς ποιεῖσθαι Th.1.143; τὰς ὀ. τῶν ἀπογιγνομένων lamentations for.., Id.2.51, cf. J. BJ Prooem.4, Philostr.VA 4.45.

German (Pape)

[Seite 327] ἡ, = ὀλοφυρμός; Thuc. 1, 143; τινός, um einen, 2, 51; Plut. cons. ad. ux. 4.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
lamentation.
Étymologie: ὀλοφύρομαι.

Russian (Dvoretsky)

ὀλόφυρσις: εως ἡ сетование, скорбь, оплакивание (τινος Thuc.; παιδικαί Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ὀλόφυρσις: ἡ, = ὀλοφυρμός, Θουκ. 1. 143· τὰς ὀλοφύρσεις τῶν ἀπογιγνομένων, διὰ τοὺς ..., ὁ αὐτ. 2. 51.

Greek Monolingual

ὀλόφυρσις, ἡ (ΑΜ)
ολοφυρμός, θρήνος, οδυρμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλοφύρομαι. Το ουσ. ὀλόφύρσις είναι περισσότερο αφηρημένο σε σχέση με το ὀλοφυρμός και δηλώνει κυρίως τους θρήνους που έχουν ιδιαίτερη τελετουργική αξία].

Greek Monotonic

ὀλόφυρσις: ἡ, = ὀλοφυρμός, σε Θουκ.· ὀλοφύρσεις τῶν ἀπογιγνομένων, θρηνωδίες για τους πεθαμένους, στον ίδ.

Middle Liddell

ὀλόφυρσις, εως, = ὀλοφυρμός, Thuc.] [from ὀλοφύρομαι
ὀλοφύρσεις τῶν ἀπογιγνομένων lamentations for the departed, Thuc.

Lexicon Thucydideum

comploratio, loud wailing, 1.143.5, 2.51.5.

Translations

lamentation

Armenian: ողբ; Bulgarian: вопъл, ридание, оплакване, тъга, печал; Central Kurdish: ئاخ و واخ‎; Dutch: geklaag, geweeklaag, klagen, weeklagen, lamentatie, rouwklacht; Greek: θρήνος; Ancient Greek: ἀνάκλαυσις, ἀπολόφυρσις, βρυχηθμός, γόος, ἐπιθρήνησις, θρῆνος, θρηνῳδία, κωκυτός, οἴκτισμα, οἰκτισμός, οἰμωγά, οἰμωγή, ὀλολυγμός, ὀλοφυδνός, ὀλοφυρμός, ὀλόφυρσις, πένθημα, ποτνιασμός, στόνος, σχετλιάσις; Ewe: konyifafa; Finnish: valitus, sureminen, valitusvirsi; Irish: acaoineadh; Italian: lamento; Latin: lamentatio, lamentum; Plautdietsch: Jauma; Polish: lament, lamentowanie, lamentacja; Romanian: doliu, lamentare, lamentație; Russian: плач, стенание; Tocharian B: kwasalñe