φοινίκιος

From LSJ
Revision as of 14:59, 25 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " ; <b class="b3">" to "; <b class="b3">")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Γῆ πάντα τίκτει καὶ πάλιν κομίζεται → Tellus ut edit, ita resorbet omnia → Die Erde alles gebiert und wieder in sich birgt

Menander, Monostichoi, 89
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φοινίκιος Medium diacritics: φοινίκιος Low diacritics: φοινίκιος Capitals: ΦΟΙΝΙΚΙΟΣ
Transliteration A: phoiníkios Transliteration B: phoinikios Transliteration C: foinikios Beta Code: foini/kios

English (LSJ)

α, ον,
A = φοινίκεος 1, Epich.31, X.An.1.2.16 (v.l.), IG22.1514.41, Arist.Mete.372a4, Plb.6.23.12 (nisi leg. φοινικοῖς); φ. οἶνος palm-wine, Schwyzer 182a5 (Gortyn, v/iv B. C.).
II = Φοινικικός 1, S.Fr.514, D.S.3.67 codd., 5.74 codd. φοινικ-ιοῦς, οῦν, = φοινίκεος, Ar.Av.272, Arist.Col.792b2, al.; ταινιδιον SIG1018.4 (Pergam., iii B. C.). (Usu. second declension, prob. by 'contamination' of φοινίκιος and φοινικοῦς; once third declension, φοινικιοῦντα Arist.Col.796a32, prob. by 'contamination' of φοινίκιος and φοινικόεις.)
II φοινικιοῦν, τό (sc. δικαστήριον), a court of justice at Athens, named from the colour of its walls, Paus.1.28.8.

German (Pape)

[Seite 1295] = φοινίκεος, Pol. 6, 23, 12.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
d'un rouge de pourpre.
Étymologie: φοῖνιξ¹.

Russian (Dvoretsky)

φοινίκιος: (νῑ) φοῖνιξ I] ярко-красный, пурпурный (πτερόν Polyb.; ἶρις Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

φοινίκιος: -α, -ον, μεταγενέστ. τύπος τοῦ φοινίκεος, Ἀριστ. Μετεωρ. 3. 2, 4, Πολύβ. 6. 23, 12. ΙΙ. = Φοινικικὸς Ι, Σοφ. Ἀποσπ. 460, Διόδ. 3. 67., 5. 74, Πλούτ. 2. 738Ε.

Greek Monolingual

(I)
-ία, -ον, Α
1. πορφυρός («πτεροῖς φοινικίοις», Πολ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φοινίκιον
το πορφυρό χρώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), -οίνικος «πορφυρό χρώμα». Το επίθ. απαντά και στη Μυκηναϊκή στον τ. του θηλ. ponikija «βαφή κόκκινου χρώματος»].
(II)
-ία, -ον, Α
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Φοίνικες ή στη Φοινίκη, φοινικικός (Ι) («τὰ γράμματα Φοινίκια κληθῆναι», Διόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < Φοῖνιξ, -οίνικος. Η λ. απαντά πιθ. και στη Μυκηναϊκή, στον τ. του ουδ. ponikijo, ως ονομασία ενός μπαχαρικού, το οποίο μπορεί να σημαίνει είτε «μπαχαρικό από τη Φοινίκη» είτε «μπαχαρικό κόκκινου χρώματος», οπότε θα πρέπει να συνδεθεί με το φοῖνιξ «πορφυρός, κόκκινος»].
(III)
-ία, -ον, Α [[φοῖνιξ (III), -οίνικος]]
αυτός που προέρχεται από το δένδρο φοίνικας (Ι) ή αυτός που παρασκευάζεται με καρπούς του παραπάνω δένδρου, φοινικικός (III).