ἄσυλος

From LSJ
Revision as of 10:46, 20 December 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Euripides|E.]], ''Med" to "Euripides|E.''[[Medea|Med")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐν τῷ διὰ τῆς κατασκευῆς παρεπιφαινομένῳ περίττῳ → through some excess thing which results through poetic elaboration

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄσῡλος Medium diacritics: ἄσυλος Low diacritics: άσυλος Capitals: ΑΣΥΛΟΣ
Transliteration A: ásylos Transliteration B: asylos Transliteration C: asylos Beta Code: a)/sulos

English (LSJ)

ἄσυλον,
A safe from violence, inviolate, ἐπεὶ πᾶν ἐστιν ἄ. Parm.8.48; μενεῖς ἄ. E.Med. 728; ἐκπεμπέτω ἄσυλον Pl.Lg.866d; of the persons of magistrates, D.H.7.45, 10.39; τὸ ἄσυλον = right of sanctuary, GDI4940.13 (Allaria).
2 not liable to reprisals (cf. σῦλαι), IG9(1).333 (Locr.).
3 c. gen., γάμων ἄσυλος = safe from marriage, E.Hel. 61.
II of places, γῆν ἄσυλον παρασχεῖν = make the land a refuge, Id.Med.387; ἱερὸν ὃ ἄσυλον νενόμισται Plb.4.18.10, cf. SIG635.5, BGU 1053ii9(i B. C.), etc.; ἄσυλον, τό, sanctuary, ib.304.28: metaph., νόμον τηρεῖν ἄ. OGI383.115 (Commagene, i B. C.); ἄ. γράμματα, στῆλαι, ib.8.110; so κόμην ἄ. φυλάξαι uncut, Philostr.VA4.16.

Spanish (DGE)

(ἄσῡλος) -ον
I 1inviolado, que no ha sufrido violencia de pers. μενεῖς ἄ. E.Med.728, de un náufrago εἰς τὴν ὑπερορίαν ἐκπεμπέτω ἄσυλον Pl.Lg.866d
de cosas, fig. κόμη ... ἄσυλος cabellera intacta, no cortada Philostr.VA 4.16.
2 inmune a la requisa o al despojo τὸν ξένον ... τὰ ξενικὰ ἐθθαλάσας hάγɛ̄ν ἄσυλον IG 92(1).717.4 (Lócride V a.C.)
gener. inviolable del ser ἐπεὶ πᾶν ἐστιν ἄσυλον Parm.B 8.48, de la ley IGLS 1.115 (Comagene I a.C.), γράμματα IGLS 1.8 (I a.C.), ἐν στήλαις ἀσύλοις ἐχάραξα γνώμῃ θεῶν ἱερὸν νόμον IGLS 1.110 (I a.C.), ἄρχοντες D.H.10.39, cf. 7.45, κληρονομία Ast.Am.Hom.10.5.2.
3 a salvo de c. gen. γάμων E.Hel.61.
4 que ofrece inviolabilidad o derecho de asilo de lugares τὰν πόλιν καὶ τὰν χώραν ... ἄσυλον εἶμεν IG 92(1).582.18 (III a.C.), τίς γῆν ἄσυλον ... ξένος παρασχὼν ῥύσεται τοὐμὸν δέμας; E.Med.387, ἐκ τῶν ὑπαρχόντων ἀσύλων τόπων μηθένα ἐκσπᾶν PTeb.5.83 (II a.C.), cf. Mitteis Chr.105.2.9 (I a.C.)
de templos, del de Asclepio en Cos IKios 18.6 (III a.C.), del de Ártemis en Luso, Plb.4.18.10, del de Apolo Ptoo IG 7.4135.6 (II a.C.), cf. Plu.2.760c
como epít. de Ártemis en Perga IGR 3.797.2 (imper.), BSA 17.231
fig. τὴν παιδείαν ... εἶναι ἱερὸν ἄσυλον Lyco 21.
II subst. τὸ ἄσυλον
1 derecho de asilo οὓς ἀπεστείλατε πρεσβεύσοντας περὶ τὠσύλῳ ICr.2.1.2B.4 (II a.C.).
2 refugio, asilo inviolable ἔπεισε ἐκ τοῦ ἀσύλου προελθεῖν LXX 2Ma.4.34, cf. POxy.1639.19 (I a.C.)
santuario establecido por Rómulo como refugio de criminales, Virg.Aen.8.342, Liu.1.9.5
fig. lugar de descanso, retiro, postulat asylum in ora Fronto Ep.166.

German (Pape)

[Seite 379] eigtl. ungeplündert, dah. unverletzlich, sicher, weil es im Schutz der Götter steht, Eur. Med 726; γῆ 387; Plat. Legg. IX, 866 d u. Sp.; ἀρχή, magistratus sacer, Dion. Hal. 7, 45; – γάμων ἄσυλος, ohne Anfechtung wegen der Ehe, Eur. Hel. 61.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non pillé ; qui ne peut être pillé ou violenté, inviolable.
Étymologie: , συλάω.

Greek Monolingual

ἄσυλος, -ον (Α)
1. (για πρόσωπα) απαραβίαστος, ασφαλής
2. (για τόπους) ιερός και απαραβίαστος, σεβαστός
3. το ουδ. ως ουσ. βλ. άσυλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + συλώ (-άω) «λαφυραγωγώ, αφαιρώ, αρπάζω», ίσως κατά το πρότυπο του άτιμος, τιμώ].

Greek Monotonic

ἄσῡλος: -ον (σύλη
I. ασφαλής από τη βία, απαραβίαστος, λέγεται για πρόσωπα που αναζητούν προστασία, σε Ευρ.· με γεν., γάμων ἄσυλος, ο ασφαλής από το γάμο, στον ίδ.
II. λέγεται για τόπους, γῆν ἄσυλον παρασχεῖν, καθιστώ τη χώρα ασφαλές καταφύγιο, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἄσῡλος: не могущий подвергнуться разграблению, т. е. неприкосновенный (γῆ Eur.; ἱερόν Polyb., Plut.): μενεῖς ἄ. Eur. ты будешь в безопасности; ἄ. εἰμί τινος Eur. мне нечего опасаться чего-л.

Middle Liddell

σύλη
I. safe from violence, inviolate, of persons seeking protection, Eur.:—c. gen., γάμων ἄσυλος safe from marriage, Eur.
II. of places, γῆν ἄσυλον παρασχεῖν to make the land a refuge, Eur.

English (Woodhouse)

inviolable, inviolate

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=ἀπαραβίαστος, ἀσφαλής). Σύνθετο ἀπό α στερητ. + σύλη (=τό δικαίωμα τῆς κατάσχεσης).
Παράγωγα: ἀσυλεί (=ἀπαραβίαστα), ἀσυλία.