εὐήθης
English (LSJ)
ες, (ἦθος)
A good-hearted, simple-minded, guileless, Pl.R.349b; of swans, Arist.HA615a33; -έστεροι, opp. πανουργότατοι, Lys.3.44; τὸ εὔηθες, = εὐήθεια, Th.3.83. b of a courtesan, of easy virtue, Archil.19. 2 in bad sense, simple, silly, πρῆγμα εὐηθέστατον Hdt.1.60; μῦθος, λόγος, Id.2.45, Pl.Lg.818b (Sup.); ἥψατο πρῶτον τοῦ-εστάτου attacked the silliest argument first, Arist.Rh.1418b23; κακοήθης δ' ὢν τοῦτο παντελῶς εὔηθες ᾠήθης D.18.11; τὸ τῶν προβάτων ἦθος εὔ. Arist.HA610b23: as Subst., simpleton, X.HG2.3.16; εὔηθές [ἐστι] c. inf., it is simple, foolish, absurd, Arist. Metaph.1062b34, cf. Democr.67; λίαν εὔ. Arist.APo.88b17. 3 metaph., of wounds or illnesses, mild, easily treated, opp. κακοήθης (malignant), Hp.VM8: Comp., Id.Prorrh.1.98: Sup., Id.Prog. 20. b [τρώματα] ἐν χωρίοισι εἶναι εὐήθεσι . . φαινόμενα innocent (not dangerous), Id.Prorrh.2.12; cf.εὐχερής 111.2. II Adv.-θως, ἔχω Pl.Phd.100d, cf.Arist.Metaph.1024b32: Comp.-έστερα, τοῦ δέοντος Pl.Plt.276e: Sup. -έστατα E.Andr.625 (εὐήθης and -εια discussed by Gal.18(2).236-8).
German (Pape)
[Seite 1066] ες, von gutem Charakter, gutmüthig, treuherzig, einfältig, ursprünglich im guten Sinne, Plat. Alc. II, 140 c; καὶ ἀστεῖος Rep. I, 349 b; vgl. Thuc. 3, 83 τὸ εὔηθες, οὗ τὸ γενναῖον πλεῖστον μετέχει; aber gew. (obwohl Moeris diesen Gebrauch für hellenistisch erkl.) mit leichterm oder stärkerm Tadel, wie alle diese Wörter auch bei uns gebraucht werden, πρῆγμα εὐηθέστατον Her. 1, 160; Eur. Hel. 747; gew. bei Plat. u. Folgdn. – Von Fieber und Wunden, gutartig, Medic. – Adv., τοῦτο δὲ ἁπλῶς καὶ ἀτέχνως καὶ ἴσως εὐήθως ἔχω παρ' ἐμαυτῷ Plat. Phaed. 100 d; Folgde.
Greek (Liddell-Scott)
εὐήθης: -ες, (ἦθος) ἔχων καλὸν ἦθος, ἀγαθὸς τὴν καρδίαν, ἀγαθός, ἁπλοῦς, ἄδολος, Πλάτ. Πολ. 348Β· ἀντίθετον τῷ πανοῦργος, Λυσ. 100. 17· τὸ εὔηθες = εὐήθεια, Θουκ. 3. 83· τὸ εὐηθέστατον Ἀριστ. Ρητ. 3. 17, 15· ἐπὶ πόρνης, ἡ παραλελυμένα ἔχουσα τὰ ἤθη, Ἀρχίλ. 17. 2) ἐπὶ κακῆς σημασίας, ἁπλοϊκός, ἀνόητος, μωρός, βλάξ, «κουτὸς» (πρβλ. τὸ ἀρχ. Ἀγγλ. seely πρὸς τὸ Ἀγγλο - Σαξον. sœlis, Γερμ. selis, μακάριος), πρῆγμα εὐηθέστατον Ἡρόδ. 1. 60· μῦθος, λόγος, αἰτία, ὁ αὐτ. 2. 45, Πλάτ. Νόμ. 818Β, κ. ἀλλ.· κακοήθης δ’ ὤν τοῦτο παντελῶς εὔηθες ᾠήθης Δημ. 228. 26· τὸ τῶν προβάτων ἦθος εὔηθες Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 3, 2· ὡς οὐσιαστ., ἠλίθιος ἄνθρωπος, Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 16, πρβλ. Buhnk. Τίμ. σ. 132· εὔηθές ἐστι, μετ’ ἀπαρ., εἶναι ἀνοησία, μωρία, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 10, 6, 5, κ. ἀλλ.· λίαν, κομιδῇ εὔηθες ὁ αὐτ. ἐν Ἀναλ. Ὑστ. 1. 32. 4, Ἀποσπ. 202. 3) μεταφ. ἐπὶ πληγῶν ἢ νόσων, ἐλαφρός, εὐκολοθεράπευτος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ κακοήθης (δύσκολος, δυσθεράπευτος,), Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 11, Προγν. 43. ΙΙ. Ἐπιρρ. -θως, Πλάτ. Φαίδων 100D: - Συγκρ., -έστερα, ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 276Ε· Ὑπερθ., -έστατα, Εὐρ. Ἀνδρ. 625.