τοι

From LSJ
Revision as of 19:21, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

πείθεται πᾶς ἥδιον ἢ βιάζεται (Dio Cassius, Historiae Romanae 8.36.3) → it's always more pleasant to be persuaded than to be forced

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τοι Medium diacritics: τοι Low diacritics: τοι Capitals: ΤΟΙ
Transliteration A: toi Transliteration B: toi Transliteration C: toi Beta Code: toi

English (LSJ)

prop. ethical dative of σύ (q. v.), but used as an enclit. Particle,

   A let me tell you, mark you, look you (in Engl. we freq. convey the impression by means of emphasis or tone), implying a real or imagined audience, freq. in Hom. and always in speeches (exc. ὃς δή τοι Il.10.316, Od.20.289), αἰσχρόν τοι δηρόν τε μένειν κτλ. Il.2.298; ἀλλ' ἐφομαρτεῖτε· πλεόνων δέ τοι ἔργον ἄμεινον 12.412 codd.; τοῦτο δέ τοι ἐρέουσα ἔπος . . εἶμι surely I will go, 1.419; ταύτης τοι γενεῆς . . εὔχομαι εἶναι (recapitulating) 6.211 (so at the close of a narrative, Theoc. 11.80); οὗτός τοι . . ἀπὸ στρατοῦ ἔρχεται ἀνήρ here comes, look you... Il.10.341 (vulg., οὗτός τις Aristarch., etc.); freq. it is hard to dist. from the Ep. dat., as in ποῦ τοι ἀπειλαὶ οἴχονται; 13.219; so in Hes.Op. 287 (addressed to Perses),347,719, cf. Emp.17.14 (addressed to Pausanias), Pi.P.2.72 (addressed to Hiero), al.; and so in Trag. dialogue, A.Eu.729, etc.; σέτοι κικλήσκω S.OC1578 (lyr.); betw. chorus and actor, Id.Ph.855 (lyr.), etc.; folld. by a plural, Tyrt.10.11 (cf. 13); so ἄρσενάς τοι τῆσδε γῆς οἰκήτορας εὑρήσετε A.Supp.952: hence, as addressed to an imaginary audience, without personal reference, introducing a general sentiment or maxim, Thgn.153; τὸ συγγενές τοι δεινόν A.Pr.39, al.    II in subordinate clauses,    1 temporal and causal, ἐπεί τοι h.Merc.138, Pi.I.2.45, S.Tr.321; freq. ἐπεί τοι καί E.Med.677, Ar.Ach.933, Pl.Tht.142b, etc.; ὅτι τοι Id.R.343a.    2 conditional, εἴ τοι... ἐὰν δέ τοι... S.OT549,551, Ant.327; in apodosi, εἰ γὰρ κτενοῦμεν... σύ τοι πρώτη θάνοις ἄν Id.El.582, cf. Il.22.488.    3 final, ὅπως . . τοι S.El.1469, cf. Hp.Morb.2.33.    III freq. combined with other Particles, ἀλλά τοι Thgn.656, Pi.P.3.19, etc.; ἀλλὰ . . τοι A.Pers.795, Ag.1304, etc.; γάρ τοι (γάρ A. 11.9); γέ τοι (γε 1.5); ἤτοι, καίτοι (v. sub vv.); μέν τοι (μέν B. 11.4); μή τοι, οὔ τοι; cf. also τοιγάρ, τοιγάρτοι, τοιγαροῦν, τοίνυν; so in τοι ἄρα, τοι ἆρα, which however are mostly contracted by crasis into τἆρα; as also τοι ἄν into τἄν, μέντοι ἄν into μεντἄν.    B Position: τοι usually stands early in the sentence (or clause), e.g. Ζεύς ἐστιν αἰθήρ, Ζεὺς δὲ γῆ, Ζεὺς δ' οὐρανός, Ζεύς τοι τὰ πάντα A.Fr.70, etc.    2 hence τοι is sts. placed betw. Art. and Subst. or Adj., or betw. Prep. and Subst., τό τ. μέγιστον Pl.Sph.261c; ἐπί τ. Ἀκράγαντι Pi.O.2.90, cf. Ar.Ec.972, etc.; also after Prep. in compd. Verb, ἔκ τ. πέπληγμαι E.Hipp.934, cf. Or.1047, Ar.V.784.    3 τοι repeated, σύ τ. σύ τ. κατηξίωσας S.Ph.1095 (lyr.).τοι, Dor., Aeol., Ion., and Ep. dat. sg. of σύ (q. v.).

Greek (Liddell-Scott)

τοι: ἐγκλιτ. μόριον χρησιμεῦον εἰς ἔκφρασιν πεποιθήσεως ἢ πίστεως τοῦ λέγοντος εἰς ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον λέγει, τῇ ἀληθείᾳ, ἀληθῶς, τῷ ὄντι, βεβαίως, ἀναμφιβόλως, σὲ βεβαιῶ (ἂν καὶ πολλάκις μένει ἀμετάφραστον, ἀποδιδόμενον ἐν τῇ συνηθείᾳ μόνον διὰ τοῦ τόνου τῆς φωνῆς)· ἐνίοτε δὲ καὶ εἰς ἔκφρασιν θετικοῦ συμπεράσματος, λοιπόν, ἑπομένως· ― σύνηθες ἀπὸ τοῦ Ὁμ. καὶ ἐφεξῆς, αἰσχρόν τοι δηρόν τε μένειν, εἶναι αἰσχρὸν τῇ ἀληθείᾳ..., Ἰλ. Β. 298· ἀλλ’ ἐφομαρτεῖτε· πλεόνων δέ τοι ἔργον ἄμεινον, ἀλλ’ ἀναμφιβόλως..., Μ. 412· τοῦτο δέ τοι ἐρέουσα ἔπος... εἶμι, βεβαίως θὰ ὑπάγω, Α. 419· ταύτης τοι τῆς γενεῆς... εὔχομαι εἶναι (συγκεφαλαιωτικὸν) Ζ. 211· οὗτός τοι... ἀπὸ στρατοῦ ἔρχεται ἀνήρ, ἔρχεται οὗτος, ὡς βλέπεις..., Κ. 341· κλπ.· ― (συχνάκις εἶναι δύσκολον νὰ διακρίνῃ τις τοῦτο τὸ μόριον τοι ἀπὸ τῆς Ἐπικ. δοτ., οἷον ἐν τῷ ποῦ τοι ἀπειλαὶ οἴχονται Ν. 219)· ― παρὰ τοῖς Τραγικ. εὕρηται πολλάκις εἰσάγον γενικὸν ἀξίωμα ἢ ἀλήθειαν κοινῶς παραδεδεγμένην, τὸ ξυγγενές τοι δεινὸν ἢ θ’ ὁμιλία Αἰσχύλ. Πρ. 39· τοῖς νοσοῦσί τοι γλυκὺ τὸ λοιπὸν ἄλγος προὐξεπίστασθαι τορῶς αὐτόθι 698, Πέρσ. 827, Θήβ. 438, κλπ.· ἴδε Πόρσ. εἰς Εὐριπ. Ἑκ. 228, Valck εἰς Εὐρ. Φοιν. 1455· ― σπανίως εἰς δήλωσιν τῆς ἀποδόσεως, ὡς ἐν Ἰλ. Χ. 488. ΙΙ. παρ’ Ἀττ. τὸ τοι συχνάκις τίθεται μετὰ τοὺς ὑποθετικοὺς συνδέσμους, εἴ τοι..., ἐὰν δέ τοι... Σοφ. Ο. Τ. 549, 551, Ἀντ. 327· καὶ ἐν τῇ ἀποδόσει, εἰ γὰρ κτενοῦσιν..., σύ τοι πρῶτος θάνοις ἂν ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 582· ― ὡσαύτως μετὰ τοὺς αἰτιολογικοὺς συνδέσμους, ἐπεί... τοι ὁ αὐτ. ἐν Τραχ.· 321, Πλάτ.· ὅτι... τοι Πλάτ. Πολ. 343Α. 2) συχνάκις ὡσαύτως εἶναι ἐν χρήσει εἰς ἐπίτασιν ἄλλων μορίων, οἷον, ἀλλά... τοι Αἰσχύλ. Πέρσ. 795, Ἀγ. 1303· γάρ τοι (γὰρ IV. 9)· γέ τοι (γε Ι. 5)· ἤτοι, καίτοι (ἴδε τὰς λέξ.)· μέν τοι (μὲν Β. ΙΙ, 4)· μή τοι, οὔ τοι· πρβλ. ὡσαύτως τὰ τοιγάρ, τοιγάρτοι, τοιγαροῦν, τοίνυν· οὕτως ἐν τοῖς τοι ἄρα, τοι ἆρα, ἄπερ ὅμως ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον συγκιρνῶνται εἰς τἆρα; oὕτω καὶ τὰ τοι ἂν εἰς τᾶν, μέντοι ἂν εἰς μεντἂν ― διότι τὸ τοι δὲν πάσχει ἔκθλιψιν ἐν τούτοις, Elmsl. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 322, Σοφ. Ο. Κ. 1351, Πόρσ. εἰς Εὐρ. Μήδ. 863. (Κατά τινας εἶναι παλαιὸς τύπος τῆς δοτ. τῷ, ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει, λοιπόν, ὅθεν· ἀλλ’ ἡ ἐτυμολογία αὕτη δὲν ἱκανοποιεῖ τὴν κοινὴν χρῆσιν. Εἶναι ἴσως ἀρχαία δοτ. τῆς ἀντων. σύ, καὶ κεῖται ὡς ἠθικὴ δοτικ., ὅπως δώσῃ βεβαιότητα).

French (Bailly abrégé)

v. τοί¹;
v. τοί².