προσανατίθημι

From LSJ
Revision as of 19:30, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσανατίθημι Medium diacritics: προσανατίθημι Low diacritics: προσανατίθημι Capitals: ΠΡΟΣΑΝΑΤΙΘΗΜΙ
Transliteration A: prosanatíthēmi Transliteration B: prosanatithēmi Transliteration C: prosanatithimi Beta Code: prosanati/qhmi

English (LSJ)

   A offer or dedicate besides, δηνάρια πεντακισχίλια CIG 2782.44 (Aphrodisias); τῷ θεῷ -τεθεικὼς ἅπαντα Jul.ad Them.267b; τὴν παρθενίαν θεῷ Suid. s.v. Πουλχερία:—Med., take an additional burden on oneself, X.Mem.2.1.8; but π. τινί τι contribute of oneself to another, Ep.Gal.2.6.    2 ascribe, τινί τι Porph. ap. Eus.PE3.11.    II προσανατίθεσθαί τινι take counsel with one, Chrysipp.Stoic.2.344, Phld.Vit.p.31 J., Ep.Gal.1.16, Luc.JTr.1; τοῖς μάντεσι περί τινος D.S.17.116; refer a matter for consideration, PTeb.99.5 (ii B.C.).

German (Pape)

[Seite 750] (s. τίθημι), noch dazu eine Last auflegen, τινί τι, med. sich noch dazu eine Last auflegen lassen, sie übernehmen, τί, Xen. Mem. 2, 1, 8; – τινί, sich Einem anvertrauen, ihn um Rath fragen, τοῖς μάντεσι, D. Sic. 17, 116; Luc. Iov. Trag. 1.

Greek (Liddell-Scott)

προσανατίθημι: ἀνατίθημι, ἀφιερῶ προσέτι, δηνάρια, Συλλ. Ἐπιγρ. 2782. 44· τὴν παρθενίαν τῷ θεῷ προσανέθηκε Σουΐδ. ἐν λ. Πουλχερία. ― Μεσ., ἀναλαμβάνω πρόσθετον βάρος, ἀλλὰ προσανατίθεσθαι καὶ τὸ τοῖς ἄλλοις πολίταις ὧν δέονται πορίζειν Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 8· ἀλλά, ἐμοὶ γὰρ οἱ δοκοῦντες οὐδὲν προσανέθεντο, διότι εἰς ἐμὲ οἱ ἐπισημότεροι οὐδὲν περισσότερον προσέθηκαν, Ἐπιστ. πρ. Γαλάτ. β΄, 6. ΙΙ. προσανατίθεμαί τινι, συσκέπτομαι μετά τινος, Χρύσιππ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. νεοττός, Λουκ. ἐν Διῒ Τραγ. 1, Ἐπιστ. πρ. Γαλάτ. α΄, 16· τινι περί τινος Διόδ. 17. 116.

French (Bailly abrégé)

f. προσαναθήσω, ao. προσανέθηκα, etc.
reporter à, attribuer à, rég. ind. au dat.
Moy. προσανατίθεμαι;
1 se charger en outre de, acc.;
2 en référer à, demander conseil à, τινι.
Étymologie: πρός, ἀνατίθημι.