στοιχεῖον
τάλαιναι κόραι Φαέθοντος οἴκτῳ δακρύων τὰς ἠλεκτροφαεῖς αὐγάς → girls, in grief for Phaethon, drop the amber radiance of their tears
English (LSJ)
τό: I in a form of sun-dial, the shadow of the gnomon, the length of which in feet indicated the time of day, ὅταν ᾖ δεκάπουν τὸ σ. when the shadow is ten feet long, Ar.Ec.652, v. Sch.; ὁπηνίκ' ἂν εἴκοσι ποδῶν . . τὸ σ. ᾖ Eub.119.7, cf. Philem.83. II element, 1 a simple sound of speech, as the first component of the syllable, Pl.Cra.424d; τὸ ῥῶ τὸ σ. ib.426d; γραμμάτων σ. καὶ συλλαβάς Id.Tht.202e; σ. ἐστι φωνὴ ἀδιαίρετος Arist.Po.1456b22; φωνῆς σ. καὶ ἀρχαὶ δοκοῦσιν εἶναι ταῦτ' ἐξ ὧν σύγκεινται αἱ φωναὶ πρώτων Id.Metaph.998a23, cf.Gal.15.6:—στοιχεῖα therefore, strictly, were different from letters (γράμματα), Diog.Bab.Stoic.3.213, Sch.D.T.p.32, al., but are freq. not clearly distd. from them, as by Pl.Tht.l.c., Cra.426d; τὰ σ. τῶν γραμμάτων τὰ τέτταρα καὶ εἴκοσι Aen.Tact.31.21; σ. ε letter ε (in a filing-system), BGU959.2 (ii A.D.); ἀκουόμενα σ. letters which are pronounced, A.D.Adv.165.17; γράμματα and ς. are expressly identified by D.T.630.32; the ς. and its name are confused by A.D. Synt.29.1, but distd. by Hdn.Gr. ap. Choerob.in Theod.1.340, Sch.D.T. l.c.:—κατὰ στοιχεῖον in the order of the letters, alphabetically, AP11.15 (Ammian.); dub.sens.in Plu.2.422e. 2 in Physics, στοιχεῖα were the components into which matter is ultimately divisible, elements, reduced to four by Empedocles, who called them ῥιζὤματα, the word στοιχεῖα being first used (acc. to Eudem. ap. Simp.in Ph.7.13) by Pl., τὰ πρῶτα οἱονπερεὶ ς, e)c w(=n h(mei=s te sugkei/meqa kai\ ta)/lla Tht.201e; τὰ τῶν πάντων σ. Plt.278d; αὐτὰ τιθέμενοι σ. τοῦ παντός Ti.48b, cf. Arist.GC314a29, Metaph.998a28, Thphr.Sens.3, al., D.L.3.24; σ. σωματικά Arist.Mete.338a22, Thphr.Fr.46; ἄτομα σ. Epicur.Ep.2p.36U.; equivalent to ἀρχαί, Thales ap.Plu.2.875c, Anaximand. ap. D.L.2.1, Anon. ap. Arist.Ph.188b28, Metaph.1059b23, al.; but Arist. also distinguishes ς. from ἀρχή as less comprehensive, ib.1070b23; τὰ σ. ὕλη τῆς οὐσίας ib.1088b27; τρία τὰ σ. Id.Ph.189b16; distd. from ἀρχή on other grounds by Stoic.2.111; ς. used in three senses by Chrysipp., ib.136, cf. Zeno ib.1.24, al.; in Medicine, Gal.6.3, 420, al., 15.7, al.; Αἰθέρ, κόσμου σ. ἄριστον Orph.H.5.4; ἀνηλεὲς σ., of the sea, Babr.71.4; τὸ σ., of the sea, Polem.Cyn.44; ἄμφω τὰ σ., i.e. land and sea, ib.11, cf. Hdn.3.1.5, Him.Ecl.2.18. 3 the elements of proof, e.g. in general reasoning the πρῶτοι συλλογισμοί, Arist.Metaph.1014b1; in Geometry, the propositions whose proof is involved in the proof of other propositions, ib.998a26, 1014a36; title of geometrical works by Hippocrates of Chios, Leon, Theudios, and Euclid, Procl. in Euc.pp.66,67,68F.: hence applied to whatever is one, small, and capable of many uses, Arist.Metaph.1014b3; to whatever is most universal, e.g. the unit and the point, ib.6; the line and the circle, Id.Top.158b35; the τόπος (argument applicable to a variety of subjects), ib.120b13, al., Rh.1358a35, al.; στοιχεῖα τὰ γένη λέγουσί τινες Id.Metaph.1014b10; τὸ νόμισμα σ. καὶ πέρας τῆς ἀλλαγῆς coin is the unit . .of exchange, Id.Pol.1257b23; in Grammar, σ. τῆς λέξεως parts of speech, D.H.Comp.2; but also, the letters composing a word, A.D.Synt.313.7; letters of the alphabet, Diog. Bab.Stoic.3.213; σ. τοῦ λόγου the elements of speech, viz. words, or the kinds of words, parts of speech, Thphr. ap. Simp. in Cat.10.24, Chrysipp.Stoic.2.45, A.D.Synt.7.1, 313.6. 4 generally, elementary or fundamental principle, ἀρξάμενοι ἀπὸ τῶν σ. X.Mem.2.1.1; σ. χρηστῆς πολιτείας Isoc.2.16; τὸ πολλάκις εἰρημένον μέγιστον σ. Arist.Pol.1309b16; σ. τῆς ὅλης τέχνης Nicol.Com.1.30, cf. Epicur. Ep.1p.10U., Ep.3p.59U., Phld.Rh.1.127S., Gal.6.306. 5 ἄστρων στοιχεῖα the stars, Man.4.624; σ. καυσούμενα λυθήσεται 2 Ep.Pet.3.10, cf. 12; esp. planets, στοιχείῳ Διός PLond.1.130.60 (i/ii A.D.); so perh. in Ep.Gal.4.3, Ep.Col.2.8; esp. a sign of the Zodiac, D.L.6.102; of the Great Bear, PMag.Par.1.1303. 6 σ. = ἀριθμός, as etym. of Στοιχαδεύς, Sch.D.T.p.192 H.
German (Pape)
[Seite 945] τό, eigtl. dim. von στοῖχος, eine kleine aufgerichtete Stange, bes. der Stift an der Sonnenuhr, der den Schatten wirst und dadurch die Stunden des Tages bestimmt, daher auch dieser Schatten selbst, δεκάπουν στοιχεῖον, von der Zeit des Abendessens, Ar. Eccl. 652; vgl. Eubul. bei Ath. I, 8 b u. Poll. 6, 44. – Der Buchstabe, als erster, einfachster Bestandtheil der Rede (στ. ἐστὶ φωνὴ ἀδιαίρετος, Arist. poet. 20), zunächst nur insofern er gesprochen wurde, γράμματα hießen die geschriebenen; τὸ ῥῶ τὸ στοιχεῖον, Plat. Crat. 426 d, u. öfter in diesem Gespräche; vgl. 434 b, ἔστι δὲ ἐξ ὧν συνθετέον τὰ ὀνόματα, στοιχεῖα; auch γραμμάτων στοιχεῖα, Theaet. 202 e; κατὰ στοιχεῖον, nach der Buchstabenfolge, nach dem Alphabet. – Uebh. die ersten, einfachsten Bestandtheile, πυρὸς στοιχεῖόν τε καὶ σπέρμα, Plat. Tim. 56 b; λάβωμεν τοῦτο οἷον στοιχεῖον ἐπ' ἀμφότερα σώματός τε καὶ ψυχῆς, Legg VII, 790 c; πολιτείας, Isocr. 2, 16. – Bes. die ersten Bestandtheile körperlicher Dinge, die Grundstoffe, Elemente, deren Empedokles zuerst vier annahm und sie ῥιζώματα nannte; περὶ τὰ τῶν πάντων στοιχεῖα, Plat. Polit. 278 c; ἀμφότερα, Erde und Wasser, Polemo 1, 11; σκοπῶμεν ἀρξάμενοι ἀπὸ τῆς τρο φῆς ὥςπερ ἀπὸ τῶν στοιχείων, Xen. Mem. 2, 1, 1; Arist. partt. an. 2, 1. – Bes. auch die Anfangsgründe der Wissenschaften, Elemente, Sp.; στοιχεῖα ἐνθυμημάτων, die Topik der Schlußarten, Arist. rhet. 2, 22; in der Geometrie die Punkte, Linien, Flächen. – Bei den Alexandrinern = Gestalt, Bild, bes. Bild des Thierkreises, D. L. 1, 102.
Greek (Liddell-Scott)
στοιχεῖον: τό, (στοῖχος) κυρίως, ἓν ἐκ τῶν πολλῶν ἀποτελούντων σειράν· ὅθεν, Ι. ἐν τῷ ἡλιακῷ ὡρολογίῳ, ἡ σκιὰ τοῦ γνώμονος ἡ χωροῦσα κανονικῶς ἀπὸ ὥρας εἰς ὥραν, ὅτα ᾖ δεκάπουν τὸ στ., ὅταν ἡ σκιὰ εἶναι δέκα ποδῶν τὸ μέγεθος, δηλ. ὅταν ὁ ἥλιος δύῃ, ὅτε περίπου εἶναι καιρὸς δείπνου, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 652, ἴδε Σχολ.· οὕτως, ὁπηνίκ’ ἂν εἴκοσι ποδῶν .. τὸ στ. ᾖ Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 1· στοιχεῖον· ἡ σκιὰ Φιλήμ. παρὰ Φωτ. ΙΙ. καθόλου, μέρος τι σειρᾶς, μέρος στοιχειῶδές τινος, στοιχεῖον (ἀδιαίρετον τῷ εἴδει Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 3, 1, πρβλ. π. Οὐρ. 3. 3, 1)· - ἐντεῦθεν, 1) ἁπλοῦς τις ἦχος τῆς φωνῆς θεωρούμενος ὡς μέρος στοιχειῶδες τῆς γλώσσης, Πλάτ. Κρατ. 424D· τὸ ῥῶ τὸ στ. αὐτόθι 426D· γραμμάτων στ. καὶ συλλαβὰς ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 202Ε· στ. ἐστι φωνὴ ἀδιαίρετος Ἀριστ. Ποιητ. 20, 2· - ὅθεν κυρίως εἰπεῖν τὰ στοιχεῖα ἦσαν διάφορα τῶν γραμμάτων, ὡς ὁ Πρισκιανὸς διακρίνει τὰ elementa (ἢ elementa litterarum) ἀπὸ τῶν litterae, στοιχειώδεις ἦχοι καὶ γράμματα· - κατὰ στοιχεῖον, κατὰ τὴν τάξιν τῶν γραμμάτων, ἀλφαβητικῶς, Ἀνθ. Π. 11. 15, Πλούτ. 2. 422Ε. 2) ἐν τῇ Φυσικῇ, στοιχεῖα ἐκαλοῦντο τὰ στοιχειώδη μέρη τὰ ἀποτελοῦντα τὰ ὑλικὰ πράγματα, τὰ ὁποῖα ὁ Ἐμπεδοκλῆς ἠλάττωσεν εἰς τέσσαρα καλέσας αὐτὰ ῥιζώματα, ἴδε Sturz εἰς Ἐμπεδ. σ. 255 κἑξ.· τὴν δὲ λέξιν στοιχεῖα μετεχειρίσθη πρῶτος ὁ Πλάτων, τὰ πρῶτα οἱονπερεὶ στ., ἐν ὧν ἡμεῖς τε ξυγκείμεθα καὶ τἆλλα Θεαίτ. 201Ε· τὰ τῶν πάντων στ. Πολιτ. 278C· αὐτὰ τιθέμενοι στ. τοῦ παντὸς Τίμ. 48Β, πρβλ. Ἀριστ. π. Γεν. καὶ Φθορ. 1. 8, 3, Μετὰ τὰ Φυσ. 2. 3, 2, Διογ. Λ. 3. 24, Bentl. εἰς Φάλ. σ. 523· στ. σωματικὰ Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 1, 1· ἰσοδύναμον τῷ ἀρχαί, Θαλῆς παρὰ Πλουτ. 2. 875D, Ἀναξίμ. παρὰ Διογ. Λ. 2. 1, Ἀριστ. Φυσ. 1. 5, 6, Μετὰ τὰ Φυσ. 12. 10, 5, κ. ἀλλ.· ἀλλ’ ὁ Ἀριστ. διακρίνει καὶ στοιχεῖον ἀπὸ τοῦ ἀρχὴ ὡς ἧττον περιληπτικόν, καὶ λαμβάνει τὸ στοιχεῖον ὡς σημαῖνον τὴν ὑλικὴν αἰτίαν, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν ἀρχὴν (τὴν μορφοῦσαν ἢ κινοῦσαν), Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 1, 1., 4. 3, 1., 6. 17, 12· αἰθήρ, κόσμου στ. ἄριστον Ὀρφ. Ὕμν. 4. 4· ἀνηλεὲς στ., ἐπὶ τῆς θαλάσσης, Βάβρ. 71. 4. 3) ὡσαύτως τὰ στοιχεῖα τῆς γνώσεως καὶ τῶν ἐπιστημῶν, ἐν τῇ Γεωμετρίᾳ, σημεῖα, γραμμαί, ἐπιφάνειαι, Ἀριστ. Κατηγ. 12, 3, Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 3· ἐν τῇ ἀριθμητικῇ, ἡ μονάς, αὐτόθι· ἐν τῇ γραμματικῇ, στ. τῆς λέξεως, τὰ μέρη τοῦ λόγου, ὁ αὐτ. ἐν Ποιητ. 20, 1, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 2· ἐν τῇ Λογικῇ, αἱ μείζονες προτάσεις τῶν συλλογισμῶν, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 3, 3· ἐν τῇ Ρητορικῇ, κοινοὶ τόποι, ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 1. 6, 1., 2. 22, 13. 4) καθόλου, ἁπλῆ ἢ στοιχειώδης ἀρχή, ἀρξάμενοι ἀπὸ τῶν στ., ἀπὸ τῶν πρώτων ἀρχῶν ἐν τῇ διδασκαλίᾳ, Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 1· χρηστῆς πολιτείας στ. Ἰσοκρ. 18Α· τὸ πολλάκις εἰρημένον μέγιστον στ. Ἀριστ. Πολ. 5. 9, 5· τὸ νόμισμα στ. καὶ πέρας τῆς ἀλλαγῆς, πρώτη ἀρχὴ ἢ ὅρος, αὐτόθι 1. 9, 12· στ. τῆς ὅλης τέχνης Νικόλ. ἐν Ἀδήλ. 1. 30. 5) παρὰ τοῖς μεταγεν. οἱ πλανῆται ἐκαλοῦντο στοιχεῖα, Ἐκκλ., ἴδε Vales. εἰς Εὐσ. Ἐκκλ. Ἱστ. 3. 31, Μανέθων 4. 624· μάλιστα δὲ οἱ ἀστερισμοὶ τοῦ Ζῳδιακοῦ κύκλου, Διογ. Λ. 6. 102· πρβλ. στοιχείωμα. - Ἴδε πλείονα παρὰ τῷ M. Müller, Science of Lang. 2, σελ. 97 κἑξ., καὶ Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς, τ. Ζ΄ , σ. 42.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
petit trait aligné, d’où
I. aiguille qui marque l’ombre sur un cadran solaire, heure;
II. caractère d’écriture, lettre : κατὰ στοιχεῖον PLUT par ordre alphabétique;
III. élément, principe d’une chose ; particul. au pl. τὰ στοιχεῖα :
1 t. de philos. éléments de l’univers;
2 éléments d’une science : de la géométrie (les points, les lignes, etc.) ; de la logique (les idées fondamentales).
Étymologie: στοῖχος.