στρουθός
Τίς, ξένος ὦ ναυηγέ; Λεόντιχος ἐνθάδε νεκρὸν εὗρέ σ᾿ ἐπ᾿ αἰγιαλοῦ, χῶσε δὲ τῷδε τάφῳ, δακρύσας ἐπίκηρον ἑὸν βίον· οὐδὲ γὰρ αὐτὸς ἥσυχος, αἰθυίῃ δ᾿ ἶσα θαλασσοπορεῖ. → Who art thou, shipwrecked stranger? Leontichus found thee here dead on the beach, and buried thee in this tomb, weeping for his own uncertain life; for he also rests not, but travels over the sea like a gull.
English (LSJ)
ὁ, also ἡ (v. infr.), (στροῦθος acc. to Chares ap.Hdn.Gr. 1 p. xix L.)
A sparrow, Fringilla domestica, Il.2.311 (fem.), Sapph.1.10, Hdt.1.159, Ar.V.207, Av.578, Epich.45, Ael.NA17.41, Edict.Diocl.4.35, etc.; οἱ μικροὶ σ. Gal.6.700; interpol. in κατάμομφα δὲ φάσματα στρουθῶν A.Ag.145 (lyr.). 2 σ. αἱ μεγάλαι ostriches, X. An.1.5.2, cf. Gal.6.702, POxy.920.8 (ii/iii A.D.); οἱ μεγάλοι σ. Gal.6.788: also σ. κατάγαιος (i.e. the bird that runs, does not fly), Hdt.4.175,192; χερσαῖος Ael.NA14.13; ὁ σ. ὁ Λιβυκός Arist.PA695a17, 697b14, etc.; ὁ ἐν Λιβύῃ Id.HA616b5; ὁ Ἀράβιος Heraclid.Cum.2: simply στρουθός, ἡ, Ar.Ach.1105, Av.875; ὁ, Luc.Dips.6. 3 of the mythic birds of Lake Stymphalus, IG14.1293C. 4 σ. κατοικάς hen, Nic.Al.60,535. II a flat fish, flounder, Pleuronectes flesus, Ael.NA14.3. III σ., ὁ, a plant, = στρούθειον, Thphr.HP9.12.5. IV σ., ὁ, lewd fellow, lecher, Hsch. (Hsch. cites a form στροῦς: a form *τρουθός may perh. be inferred from the pr. name Τρούθων IG12(9).249B75 (Eretria, iii B.C.), compared with Στρούθιππος ib.241.83 (ibid., iv B.C.); cf. στρούθειος 1.1.)
German (Pape)
[Seite 956] ὁ, auch ἡ, att. στροῦθος, vgl. Schol. Ar. Av. 876, jeder kleine Vogel, bes. der Sperling, Spatz, Il. 2, 311 ff, wo das fem. gebraucht ist; masc. bei Her. 1, 159; στρουθὸς ἀνὴρ γίγνεται, Ar. Vesp. 208; Lys. 723 Av. 578; übh. Vogel, Aesch. Ag. 143; – ἡ στροῦθος ist auch der Strauß, Ar. Av. 874 Ach. 1070; eigtl. ἡ μεγάλη στροῦθος, der große Vogel, Her. 4, 175. 192; στροῦθοι κατάγαιοι, u. später auch χερσαῖαι, vgl. Wessel. Her. 4, 175 u. Schneid. Xen. An. 1, 5, 3. – Auch das Kraut στρουθίον, Theophr. – Uebertr. ist ὁ στροῦθος ein geiler, verbuhlter Mensch, weil die Spatzen ihrer Geilheit wegen von jeher bekannt waren, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
στρουθός: ὁ, καὶ ἡ, ὁ σπουργίτης, Fringilla dorestica, Ἰλ. Β. 311 κέξ. (ἔνθα εἶναι θηλ.), Ἡρόδ. 1. 159, Ἀριστοφ. Σφ. 207, Ὄρν. 578, κτλ.· - ἐν τῷ χωρίῳ, κατάμομφά τε φάσματα στρουθῶν (Αἰσχύλ. Ἀγ. 145) ἡ γεν. στρουθῶν παρεισέφρησε πιθανῶς ἐπειδὴ ὁ Ἀντιγραφεὺς ἐνεθυμεῖτο τοὺς στρουθοὺς τοὺς ἀναφερομένους ἐν τῷ μνησθέντι χωρίῳ τῆς Ἰλ.· διότι ἡ λέξις καταστρέφει τὸ δακτυλικὸν μέτρον καὶ εἶναι τοσοῦτον ξένη εἰς τὴν σημασίαν τοῦ χωρίου, ὥστε ὁ Σχολ. ἑρμηνεύει διὰ τοῦ τῶν ἀετῶν, ἀναφερόμενος εἰς τοὺς στίχ. 136 κέξ. 2) ὁ μέγας στρουθ., τὸ μέγα πτηνόν, ἡ στρουθοκάμηλος, Struthio, Ξεν. Ἀν. 1. 5, 2· καλούμενος καὶ στρουθὸς κατάγαιος (ὁ στρουθὸς ὁ τρέχων, ὁ μὴ πετόμενος), Ἡρόδ. 4. 175, 192, Schneid. εἰς Ξεν. Ἀν. 1. 5, 2· ἢ χερσαῖος. Αἰλ. π. Ζ. 14. 13· ὁ στρ. ὁ Λιβυκὸς Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 14, 1., 4. 12, 34, κτλ.· ὁ ἐν Λιβύῃ ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 15, 2· ὁ Ἀράβιος Ἀθήν. 145D· καὶ ἁπλῶς στρουθὸς (θηλ.), ὡς τὸ στρουθοκάμηλος, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1106, Ὄρν. 875· ἀρσ., Λουκ. Διψ. 6· - ἡ λέξις κεῖται ὡσαύτως ἐπὶ τῶν μυθικῶν πτηνῶν τῆς Στυμφαλίδος λίμνης, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 1082. 5. 3) στρ. κατοικάς, «ὄρνιθα», «κόττα», Νικ. Ἀλεξιφ. 535, πρβλ. 60. ΙΙ. στρουθός, ἡ, βοτάνη τις, = στρουθίον ΙΙ, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 12, 5. ΙΙΙ. στρουθός, ὁ, λάγνος ἄνθρωπος, αἰσχρὸς (ὡς παρὰ τῷ Ἰουβεναλ. passer), Ἡσυχ. πρβλ. στρουθίον ΙΙ. (Ὁ Κούρτ. παραβάλλει Γοτθ. sparv-a Ἀρχ. Γερμ. sparo (sparrow)· τὰ p καὶ t ἐναλλάσσονται, ὡς ἐν τοῖς σπουδή, studium· - ὁ Ἡσύχ. μνημονεύει τύπον στροῦς, ὃ ἴδε).
French (Bailly abrégé)
οῦ;
I. n. d’oiseaux :
1 (ὁ, rar. ἡ) moineau;
2 (ἡ) autruche;
3 (ὁ, ἡ) coq, poule;
II. (ὁ) cognassier ; coing.
Étymologie: DELG cf. lit. strazdas « grive », russe drozd « merle », all. Drossel « étourneau ».