ψαφαρός
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
English (LSJ)
ά, όν, Ion. ψαφερός, ή, όν, Hp. (v. infr.):—
A friable, powdery, crumbling, σποδός A.Th.323 (lyr.), cf. Euph.50; κόνις AP 7.315 (Zenod. or Rhian.); ψαφαρόν, = ἁπαλόν, perh. of a fine powder, Pl.Com.118: freq. of soil, sandy, λεπτόγεως καὶ ψ. χώρα Thphr. HP8.2.11; opp. ἀγαθή, ib.8.9.1 (Comp.); ἡ ψαφαρή the sandy shore, opp. ἅλς, AP12.145; ἐνὶ ψαφαρῇ Σαλαμῖνι Euph.30. 2 of loose texture, of the glands, the brain, Hp.Gland.1,10, Sor.1.12 (ψαθ- cod.), al. 3 of semi-liquids, thin, watery, διαχώρημα Hp.Coac.596; νάρδος AP6.231 (Phil.); πόλτος ψαφαρώτατος Sor.1.51 (ψαθ- cod.). 4 of wine, rough, dry, joined with ἀλιπής, Gal. ap. Ath.1.26d, cf. ψαθυρός. 5 metaph. of a serpent, χροιὴ ψ. dry, dusty-looking, Nic. Th.262.—Cf. ψαθυρός fin.
German (Pape)
[Seite 1392] ion. ψαφερός, was sich leicht zerreiben, zerbröckeln läßt, zerreibbar, dah. locker, morsch, auch zerrieben, zerbröckelt (ψάω); dah. von trockener, rauher Oberfläche, aufgesprungen, rissig, Mein. Euphor. p. 71; spröde, trocken, σποδός Aesch. Spt. 305; staubig, schmutzig, squalidus, κόμη Rufin. 37 (V, 72); κλάσμα Phani. 7 (VI, 304); νάρδος 10 (VI, 231); ἐπὶ ψαφαρὴν ἅλα ἀντλεῖν, sc. γῆν, Ep. ad. 34 (XII, 145). – Von Flüssigkeiten braucht es Galen. bei Ath. I, 26, vom Surrentiner Weine, ἀλιπὴς καὶ λίαν ψαφαρός, etwa hart, rauh, wie säuerliche Weine sind.
Greek (Liddell-Scott)
ψᾰφᾰρός: -ά, -όν, Ἰων. ψαφερός, ή, όν, Ἱππ. ἔνθα κατωτ.· (ἴδε ψάω)· - ὁ εὐκόλως εἰς κόνιν μεταβαλλόμενος, εὔθρυπτος, ἀραιός, κοκκώδης, σποδὸς Αἰσχύλου Θήβ. 323· κονίη Ἀνθ. Παλατ. 7. 315· συχνάκις ἐπὶ ἐδάφους, ἀμμώδης, λεπτόγεως καὶ ψ. χώρα Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 8. 2, 11· ἀντίθετον τῷ ἀγαθή, αὐτόθι 8. 9, 1· ἡ ψαφαρή, ἡ ἀμμώδης παραλία, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ἅλς, Ἀνθ. Παλατ. 12. 145. 2) ὁ ἀραιὸς τὴν σύστασιν, χαῦνος, μαλακός, ἐπὶ τῶν ἀδένων, τοῦ ἐγκεφάλου, Ἱππ. 270. 33., 272. 18· τὸ ψαθαρόν, ἑρμηνεύεται διὰ τοῦ ἁπαλόν, ἐν Πλάτ. Κωμικ. «Ποιητῇ» 9 (Α. Β. 116, 24)· διαχωρήματα ψ., ἀραιά, ὑγρά, οὐχὶ συμπαγῆ, Ἱππ. Κωακ. Προγν. 218. 3) ἐπὶ ὑγρῶν, ἀραιός, ὑδατώδης, Λατ. tenuis, ἀντίθετον τῷ γλίσχρος· νάρδος Ἀνθ. Παλατ. 6. 231. 4) ἐπὶ οἴνου, τραχὺς τὴν γεῦσιν, στυφός, ὅτε συνάπτεται μετὰ τοῦ ἀλιπής, Γαλην. παρ’ Ἀθην. 26D, Πλίν. 14. 8, 3· πρβλ. ψαθυρός, 5) ἐπὶ ὄφεως, χροιῇ δ’ ἐν ψαφαρῇ, λευκῇ ἢ αὐχμηρᾷ, Λατιν. Squalidus, Νικ. Θηρ. 262. - Πρβλ. ψαθυρός ἐν τέλει. - Ἐπίρρ. ψαφαρῶς, Κοσμ. Ἱεροσ. ἐν Mi. Pa. gr. τ. 38, σ. 446.
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
qui s’émiette ou se désagrège par le frottement ; sec, desséché.
Étymologie: p. *ψαϜερός de ψαύω p. *ψάϜω, v. ψάω.