χθιζός

From LSJ
Revision as of 15:24, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

ἐν ταῖς ἀνάγκαις χρημάτων κρείττων φίλος → it is better in times of need to have friends rather than money, a friend in need is a friend indeed (Menander, Sententiae monostichoi 143)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χθιζός Medium diacritics: χθιζός Low diacritics: χθιζός Capitals: ΧΘΙΖΟΣ
Transliteration A: chthizós Transliteration B: chthizos Transliteration C: chthizos Beta Code: xqizo/s

English (LSJ)

ή, όν, (χθές)

   A of yesterday, τὸ χ. χρεῖος their yesterday's debt, Il.13.745; ὁ χ. πόνος yesterday's labour, Hdt.1.126; ἡ χ. μέθη Plu.2.13e; αἱ χ. ἀβελτερίαι ib.75e, cf. Sor.1.40, etc.: freq. in adverb. sense, with Verbs, χθιζὸς ἔβη he went yesterday, Il.1.424; χ. ἤλυθες Od. 2.262; χ. ἐεικοστῷ φύγον ἤματι 6.170; ὅσσα . . χ. ὑπέσχετο Il.19.141; χ. ἐμυθεόμην Od.12.451; ἴδον Μέντορα χ. 4.656; αἲ γάρ . . τοῖος ἐών τοι χ. . . ἐφεστάμεναι would I had stood by thee yesterday! 24.379: neut. χθιζόν as Adv., = χθές, Il.19.195; neut. pl. χθιζά, v. πρωιζός.

German (Pape)

[Seite 1354] ion. u. poet. statt χθεσινός (vgl. Lob. Phryn. 323), gestrig, am gestrigen Tage; ὁ χθ. πόνος Her. 1, 126; gew. die Stelle des adv. vertretend, χθιζὸς ἔβη, er ging gestern, Il. 1, 424; ὃ χθιζὸς θεὸς ἤλυθες Od. 2, 262; χθιζὸς ἐεικοστῷ φύγον ἤματι οἴνοπα πόντον 6, 170; öfters eben so auch χθιζόν, Il. 19, 195 Od. 4, 656; τὸ χθιζόν Il. 13, 745; χθιζά, in der Vrbdg χθιζά τε καὶ πρώϊζα, gestern und vorgestern, d. i. jüngst, nur eben erst, wie χθὲς καὶ πρώην, 2, 303; vgl. Plat. Alc. II, 141 d.

Greek (Liddell-Scott)

χθιζός: -ή, -όν, (χθὲς) χθεσινός, ἦ γὰρ ἐγώ γε δείδω μὴ τὸ χθιζὸν ἀποστήσωνται Ἀχαιοὶ χρεῖος, «μήπως τὴν χθεσινὴν ἧτταν ἀποδώσωσιν ἡμῖν οἱ Ἕλληνες, ὥσπερ σταθμῷ δεδανεικότες» (Σχόλ.), Ἰλ. Ν. 745· ὁ χθ. πόνος, ὁ κόπος τῆς χθές, Ἡρόδ. 6. 126· ἡ χθ. μέθη Πλούτ. 2. 13Ε· αἱ χθ. ἀβελτερίαι αὐτόθι 75Ε, κλπ.· - ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ ἐπιρρ. σημασίας, μετὰ ῥημάτων, χθιζὸς ἔβη, χθὲς ἀπῆλθε, Ἰλ. Α. 424· χθ. ἤλυθες Ὀδ. Β. 262· χθ. ἐεικοστῷ φύγον ἤματι Ζ. 170· ὅσσα, χθ. ὑπέσχετο Ἰλ. Τ. 141· χθ. ἐμυθεόμην Ὀδ. Μ. 451· τοῖος ἐών τοι χθ., ἐὰν ἤμην χθὲς τοιοῦτος (οἷος ἤμην ποτέ), Ω 378. -τὸ οὐδ. χθιζὸν κεῖται ὡσαύτως ὡς ἐπίρρ. = χθές, Ἰλ. Τ. 195, Ὀδ. 656· οὕτως ἐν τῷ οὐδ. πληθ. χθιζά, ἴδε ἐν λ. πρώιζος. - Ὁ παρ’ Ἀττικ. ἐν χρήσει τύπος εἶναι χθιζινός, καὶ (μετέπειτα) χθεσινός.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
d’hier : χθιζὸς ἔβη IL il est venu hier ; adv. • τὸ χθιζόν, • χθιζόν, hier ; χθιζόν τε καὶ πρώιζα IL hier et avant-hier, càd tout récemment.
Étymologie: χθές.

English (Autenrieth)

(χθές): of yesterday, yesterday, usually as adv., Il. 1.424.—Neut. as adv., χθιζόν, χθιζά. χθιζά τε καὶ πρώιζα, phrase meaningbut a day or two since,’ Il. 2.303.