μάργος

From LSJ
Revision as of 12:29, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (sl1_repeat)

καλῶς δρῶν ἐξαμαρτεῖν μᾶλλοννικᾶν κακῶς → I would prefer to fail with honor than to win by evil | I prefer to fail by acting rightly rather than win by acting wrongly | Better fail by doing right, than win by doing wrong (Sophocles, Philoctetes 95)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μάργος Medium diacritics: μάργος Low diacritics: μάργος Capitals: ΜΑΡΓΟΣ
Transliteration A: márgos Transliteration B: margos Transliteration C: margos Beta Code: ma/rgos

English (LSJ)

η, ον, also ος, ον (A.Eu.67, Pl.Lg.792e):—poet. Adj. (used once by Pl.),

   A mad, μάργε madman! Od.16.421; μαῖα φίλη, μάργην σε θεοὶ θέσαν 23.11, cf. Pi.O.2.96, etc.; θυμὸς μ. Thgn.1301; λύσσης πνεύματι μάργῳ A.Pr.884 (anap.); τάσδε τὰς μάργους, of the Furies, Id.Eu.l.c.; μάργοι ἡδοναί Pl.l.c.; of horses, rampant, furious, μάργων ἐπιβήτορες ἵππων Hom.Epigr.4.4, cf.A.Th.475; of wine, οἶνος δέ οἱ ἔπλετο μάργος Hes.Fr.121.    2 of appetite, greedy, gluttonous, μετὰ δ' ἔπρεπε γαστέρι μάργῃ Od.18.2; τὸ μ. σῆς γνάθου E.Cyc.310: metaph., οἴδματι μάργῳ Emp.100.7; μάργοις φλὸξ ἐδαίνυτο γνάθοις Phryn.Trag.5.4.    3 lewd, lustful, Thgn.581, A.Supp.741, E.El.1027, etc.

German (Pape)

[Seite 95] att. auch 2 Endgn, rasend, wüthend, ἄνδρες, Pind. Ol. 2, 106; unsinnig, Od. 16, 421; thöricht, unbesonnen, μάργην σε θεοὶ θέσαν, 23, 11; vom Magen, γαστήρ, gierig, gefräßig, 18, 2, wie πάρες τὸ μάργον σῆς γνάθου Eur. Cycl. 309; μάργοις φλὸξ ἐδαίνυτο γνάθοις Phryn. bei Schol. Lycophr. 434; λύσσης πνεύματι μάργῳ vrbdt Aesch. Prom. 884; von den Furien, Eum. 67 u. sp. D.; auch in Prosa, ὅπως μήτε ἡδοναῖς τισι πολλαῖς ἅμα καὶ μάργοις προσχρήσεται ὴ κύουσα Plat. Legg. VII, 792 e; Sp.; – wollüstig, üppig, Aesch. Suppl. 741; Ἑλένη, Eur. El. 1027.

Greek (Liddell-Scott)

μάργος: -η, -ον, ὡσαύτως ος, ον (Αἰσχύλ. Εὐμ. 67)· - ποιητ. ἐπίθετ. (ἐν χρήσει παρὰ Πλάτ. ἅπαξ), ἐμμανής, μαινόμενος, Λατιν. foriosus, μάγρε, μαινόμενε, Ὀδ. Π. 421· μαῖα φίλη, μάργην σε θεοὶ θέσαν Ψ. 11· οὕτως ἐν Πινδ. Ο. 175, κτλ.· θυμὸς μ. Θέογν. 1301· λύσσης πνεύματι μάργῳ Αἰσχύλ. Πρ. 884· τάσδε τὰς μάργους, ἐπὶ τῶν Ἐρινύων, ὁ αὐτ. ἐν Εὐμεν. 67· μάργαι ἡδοναὶ Πλάτ. Νόμ. 792E· - ἐπί ἵππων, ἐμμανής, ὁρμητικός, μάργων ἐπιβήτορες ἵππων Ὁμ. Ἐπιγράμμ. 4. 4, πρβλ. Αἰσχύλ. Θήβ. 745· ἐπὶ οἴνου, μάργος δὲ οἱ ἔπλετο οἶνος Ἡσ. Ἀποσπ. 43. 2) ἄπληστος, «ἀχόρταγος», μετὰ δ’ ἔπρεπε γαστέρι μάργῃ Ὀδ. Σ. 2· τὸ μ. τῆς γνάθου Εὐρ. Κύκλ. 310· - μεταφορ., οἴδματι μάργῳ Ἐμπεδ. 349· μάργοις φλὸξ ἐδαίνυτο γνάθοις Φρύνιχ. Τραγ. παρὰ τῷ Σχολ. εἰς Λυκόφρ. 433. 3) αἰσχρός, ἀσελγής, Θέογν. 581, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 741, Εὐρ. Ἠλ. 1027, κτλ.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
déréglé :
1 insensé, fou, furieux;
2 insolent, présomptueux, orgueilleux;
3 impudique, libertin;
4 glouton, vorace.
Étymologie: R. Μαργ, désirer.

English (Autenrieth)

mad, raving, raging. (Od.)

English (Slater)

μάργος
   1 intemperate ἀλλ' αἶνον ἐπέβα κόρος, οὐ δίκᾳ συναντόμενος, ἀλλὰ μάργων ὑπ ἀνδρῶν (O. 2.96)