ἀποφέρω

From LSJ
Revision as of 13:56, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

Ζῆν ἡδέως οὐκ ἔστιν ἀργὸν καὶ κακόν → Non est, inerst et malus ut vivat suaviter → Ein fauler Schwächling lebt unmöglich angenehm

Menander, Monostichoi, 201
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποφέρω Medium diacritics: ἀποφέρω Low diacritics: αποφέρω Capitals: ΑΠΟΦΕΡΩ
Transliteration A: apophérō Transliteration B: apopherō Transliteration C: apofero Beta Code: a)pofe/rw

English (LSJ)

Hom. only in fut. -οίσω (Dor.

   A -οισῶ Ar.Ach.779, Med. -οίσομαι Theoc.1.3, Luc.Bis Acc.33) and Ion.aor. ἀπένεικα: Att. aor. -ήνεγκα Th.5.10: aor. 2 -ήνεγκον Ar.Ach.582, etc.: pf. -ενήνοχα D. 27.20:—carry off or away, τεύχεα δέ σφ' ἀπένεικαν Od.16.360, etc.; of a wind, Il.14.255, Hdt.4.179: metaph., Plu.2.374e; of a disease, Hdt.3.66, 6.27; generally, ἀ. σῆμα S.Tr.614; βρέφος ἐς ἄντρον E. Ion16, cf. Ev.Marc.15.1, etc.:—Pass., to be carried from one's course, ὑπ' ἀνέμων Hdt.2.114, cf. 116; ἀπενεχθέντες ἐς Αιβύην Th.7.50, cf. 6.104.    2 exhale, evaporate, Anon.Lond.22.25:—Pass., to be wafted, Plu.2.681a.    II carry or bring back, αὖτις ἀποίσετον ὠκέες ἵπποι Il.5.257; ἂψ Ἕκτορι μῦθον ἀποίσειν 10.337; ἀ. οἴκαδις Ar.Ach.779: —so in Pass., of oracles, ταῦτα ἀπενειχθέντα Hdt.1.66,158,160: but in Pass., also of persons, return, Id.4.164, Th., etc.; ἀπηνέχθη εἰς . . ἔτι ζῶν was carried home, of a sick man, X.HG3.3.1; τεθνεὼς ἐκ δεσμωτηρίου ἀ. Lys.12.18.    2 pay back, return, Hdt.1.196, etc.: hence, pay what is due as tribute, etc., Id.4.35, 5.84, Th.5.31.    3 bring in, return, of slaves let out to labour for their master's profit, v.l. Aeschin.1.97, cf. Philostr.Her.2.    4 generally, bring, hand over as required, τί τινι Hdt.4.64; ὅπλα X.Cyr.7.5.34; εἰς τὰ δημόσια ἀ. ἱερὰ τὰ ἴδια Pl.Lg.910c.    III hand in an accusation, render accounts, returns, etc., ἀ. παρανόμων (sc. γραφήν) πρὸς τὸν ἄρχοντα Docum. ap. D.18.54, cf.52.30; ἀπήνεγκε παρανόμων (sc. γραφήν) Δημοσθένει Decr. ap. D.18.105; λόγον . . ἀπενήνοχεν ἀναλωμάτων D.27.20; λόγον πρὸς τοὺς λογιστάς, λόγον τῇ πόλει, Aeschin.3.22; ἀ. τοὺς ἱππεύσαντας hand in a list of .., Lys.16.6; ναύτας D.50.6; ἀ. ἐν τῷ λόγῳ δεδωκώς having entered in the account, Id.49.16:—Pass., to be returned as so and so, ἀπηνέχθη ἀνώμοτος Id.21.86; διαιτητὴς ἀπενηνεγμένος Id.52.30.    2 deliver a letter, Id.34.8.    IV bring home, receive as wages, Luc.Tim.12 (which others refer to signf. 11.2).    B Med., take away with one, Hdt.1.132, Isoc.6.74, etc.; carry off a prize, μετὰ Πᾶνα τὸ δεύτερον ἆθλον ἀποισῇ Theoc.l.c.; κάλλευς πρῶτ' ἀπενεγκαμέναν APl.4.166 (Even.); ἀ. δόξαν Hdn.1.5.7; carry home delicacies from a banquet, Luc.Symp.38 (less freq. in Act., Id.Nigr.25).    2 take for oneself, gain, obtain, λέχη ἀλλότρια E.El. 1089 codd.; receive to oneself, μόρον Id.Ph.595.    3 obtain a decision, win a lawsuit, δίκην κενὴν θελόντων ἀ. Inscr.Prien.111.150 (i B.C.).    II bring back for oneself, ὀπίσω Hdt.7.152; ἀ. σημεῖα τοῦ θυμῷ μάχεσθαι X.Ages.6.2; ἀ. βίον μητρί, i.e. return to her alive, E. Ph.1161; νόστον Id.IA298 (lyr.).    C Intr. in Act., be off, ἀπόφερ' ἐς κόρακας Ar.Pax1221.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποφέρω: παρ’ Ὁμήρῳ μόνον ἐν τῷ μέλλ. ἀποίσω (Δωρ. -οισῶ Ἀριστοφ. Ἀχ. 779, μέσ. -οίσομαι Λουκ. Δὶς κατηγ. 33) καὶ τῷ Ἰων. ἀόρ. ἀπένεικα: Ἀττ. ἀορ. -ήνεγκα Θουκ. 5. 10· ἀόρ. β΄ -ήνεγκον Ἀριστοφ. Ἀχ. 582, κτλ.: πρκμ. -ενήνοχα Δημ. ἔνθα κατωτ. Κομίζω τι ἀπό τινος μέρους, μεταφέρω, Λατ. auferre, τεύχεα δέ σφ’ ἀπένεικαν ὑπέρθυμοι θεράποντες Ὀδ. Π. 360, κτλ.· ἐπὶ ἀνέμου, Ξ. 255, Ο. 28, Ἡρόδ. 4. 179, Θουκ. 6. 104, ἴδε κατωτέρω: μεταφ. Πλούτ. 2. 374Ε· ἐπὶ νόσου, Ἡρόδ. 3. 66., 6. 27· καθόλου, ἀπ. σῆμα Σοφ. Τρ. 614· βρέφος ἐς ἄστρον Εὐρ. Ἴων 16: - Παθ., ἀποσπῶμαι ἀπὸ τῆς ὁδοῦ μου καὶ φέρομαι πρὸς ἄλλο μέρος, ὑπ’ ἀνέμων Ἡρόδ. 2. 114, πρβλ. 116· ἀπενεχθέντες ἐς Λιβύην Θουκ. 7. 50· ἀπέρχομαι, ἀπηνέχθη Δημ. 542. 15: - ἀποπνέομαι, ἐξάγομαι, ἀναδίδομαι, ἐπὶ ὀσμῶν, ἀτμῶν, ἀναθυμιάσεων καὶ τῶν τοιούτων, Πλούτ. 2. 681 Α, πρβλ. ἀποφορὰ ΙΙ. ΙΙ. φέρω ὀπίσω, ἐπαναφέρω, ἐπὶ ἅρματος, τούτω δ’ οὐ πάλιν αὖτις ἀποίσετον ὠκέες ἵπποι, τούτους δὲ τοὺς δύο δὲν θ’ ἀποκομίσωσιν αὖθις εἰς τοὐπίσω οἱ ταχεῖς ἵπποι, Ἰλ. Ε. 257· ἄψ Ἕκτορι μῦθον ἀποίσει Κ. 337· ἀπ. οἴκαδις Ἀριστοφ. Ἀχ. 779, πρβλ. Εὐρ. Φοιν. 1161: οὕτως ἐν τῷ παθ., ἐπὶ ἀγγελίας, ταῦτα ἀπενειχθέντα Ἡρόδ. 1. 66, 158. 160: - ἀλλ’ ἐν τῷ παθ., ὡσαύτως ἐπὶ προσώπων, ὑποστρέφω, ἐπανέρχομαι, Ἡρόδ. 4. 164, Θουκ. κτλ.· ἀπηνέχθη εἰς… ἔτι ζῶν, μετηνέχθη εἰς τὸν οἶκόν του κτλ.· ἐπὶ ἀσθενοῦς. Ξεν. Ἑλλ. 3. 3, 1. 2) δίδω ὀπίσω, εἰ δὲ μὴ συμφεροίατο, ἀποφέρειν τὸ χρυσίον ἐκέετο νόμος Ἡρόδ. 1. 196, κτλ.: ἐντεῦθεν, ἀποτίνω, πληρώνω τὸ ὀφειλόμενον, π.χ. τὸν φόρον, κτλ., 4. 35., 5. 84, Θουκ. 5. 31· εἰς τὰ ἱερὰ ἀπ. τὰ ἴδια Πλάτ. Νομ. 910 C: - ἀποφέρω, φέρω τὸ γιγνόμενον ἐκ τῆς ἐργασίας μου, ἐπὶ οἰκετῶν, «εἶχε δὲ οἰκέτας δημιουργοὺς τῆς σκυτοτομικῆς τέχνης δέκα, ὧν ἕκαστος τούτῳ ἀπέφερε δύο ὀβολούς», διάφ. γραφ. ἐν Αἰσχίν. 14.1, Φιλόστρ. 664. 3) καθόλου, φέρω, κομίζω, παραδίδω τι ὡς αἰτηθὲν παρ’ ἐμοῦ, τί τινι Ἡρόδ. 4. 64· ὅπλα Ξεν. Κύρ. 7. 5, 34. ΙΙΙ. ὡς Ἀττ. δικανικὸς ὅρος, εἰσάγω κατηγορίαν, λογαριασμούς, φόρους ἢ εἰσπράξεις, κτλ., ἀπ. γραφήν πρὸς τὸν ἄρχοντα παρὰ Δημ. 243. 11, πρβλ. 1244. 14, Αἰσχίν. 56, ἐν τέλ. ἀπήνεγκε παρανόμων [ἐνν. γραφὴν] Δημοσθένει Δημ. 261.19· λόγον… ἀπενήνοχεν ἀναλωμάτων ὁ αὐτ. 819. 22· ἀπ. τοὺς ἱππεύσαντας, εἰσάγω κατάλογον τῶν..., Λυσ. 146. 10· ναύτας Δημ. 1208. 6· ἀπ. ἐν τῷ λόγῳ, ἐπάγω εἰς τὸν λογαριασμὸν, ὁ αὐτ. 1189. 8: - Παθ., εἰσάγομαι, παραδίδομαι ὡς..., ἀπηνέχθη ἀνώμοτος ὁ αὐτ. 542.13· διαιτητὴς ἀπενηνεγμένος ὁ αὐτ. 1144.14. 2) κομίζω, παραδίδω ἐπιστολὴν, ὁ αὐτ. 909.14. IV. φέρω εἰς τὰ ἴδια, λαμβάνω ὡς μισθὸν, Λουκ. Τίμ. 12 (ὅπερ ἕτεροι ἀναφέρουσιν εἰς τὴν σημασ. ΙΙ. 2). V. ἀμετάβ., φεύγω, ἀναχωρῶ, ὡς τὸ ἄπαγε, ἀπόφερ’ ἐς κόρακας Ἀριστοφ. Εἰρ. 1221. Β. Μέσ.. λαμβάνω, φέρω μετ’ ἐμαυτοῦ, Ἡρόδ. 1. 132, Ἰσοκρ. 131C, κτλ.· λαμβάνω, κερδίζω, ἐπὶ βραβείου, μετὰ Πᾱνα τὸ δεύτερον ἆθλον ἀποισῇ Θεόκρ. 1. 3: κάλλευς πρῶτ’ ἀπενεγκαμέναν Ἀνθ. Πλαν. 166· ἀπ. δόξαν Ἡρωδιαν. 1. 5· λαμβάνω καὶ φέρω μετ’ ἐμοῦ εἰς τὴν οἰκίαν μου ἐκλεκτὰ ἐδέσματα ἐκ συμποσίου εἰς ὅ ἤμην κεκλημένος, Λουκ. Συμπόσ. 38· (σπανιώτερον ἐν τῷ ἐνεργ., αὐτ. Νιγρ. 25). 2) κτῶμαι, λαμβάνω, λέχη ἀλλότρια Εὐρ. Ἠλ. 1089· δέχομαι, λαμβάνω, μόρον ὁ αὐτ. Φοίν. 595. ΙΙ. ἀποκομίζομαι, ὀπίσω Ἡρόδ. 7.152· σαφῆ δὲ καὶ αὐτὸς σημεῖα ἀπενεγκάμενος τοῦ θυμῷ μάχεσθαι Ξεν. Ἀγησ. 6. 2· οὕτως, οὐδ’ ἀποίσεται βίον τῇ καλλιτόξῳ μητρὶ Μαινάλου κόρῃ, «οὐδ’ ἀπαλλάξας ἐπανήξει ζῶν πρὸς τὴν καλλίτοξον μητέρα» (Σχόλ.) Εὐρ. Φοίν. 1161· πρβλ. Ι. Α. 298.

French (Bailly abrégé)

f. ἀποίσω, ao. ἀπήνεγκα, ao.2 ἀπήνεγκον, etc.
1 emporter (dans les bras, sur une voiture, etc.) ; ἀπό τινος de chez qqn ; τεθνεὼς ἐκ δεσμωτηρίου ἀπηνέχθη LYS il fut emporté mort de la prison ; ὑπ’ ἀνέμου ἐς γῆν ἀπενειχθείς (ion.) HDT emporté par le vent jusqu’à terre ; τοὺς δὲ λοιμὸς ὑπολαβὼν ἀπήνεικε (ion.) HDT la peste les prit et les emporta;
2 rapporter, ramener ; Pass. revenir ; ἀποφέρειν μῦθόν τι IL rapporter une réponse à qqn ; τὰ ἀπενειχθέντα (ion.) HDT la réponse rapportée;
3 apporter en retour, payer, acquitter (une dette, un tribut, etc.);
4 déférer : γραφὴν πρός τινα déposer une accusation entre les mains d’un magistrat;
Moy. ἀποφέρομαι;
1 emporter avec soi;
2 emporter, gagner, obtenir.
Étymologie: ἀπό, φέρω.

English (Autenrieth)

fut. ἀποίσετον, inf. ἀποίσειν, aor. 1 ἀπένεικας: bear away, bring away or back, carry home; μῦθον, Il. 10.337; Κόωνδ' ἀπένεικας, by sea, Il. 14.255.

English (Slater)

ἀποφέρω
   1 deliver, deliver oneself of γλῶσσαν ἐπεί σφιν ἀπένεικεν ὑπερποντίαν (sc. Βάττος) (P. 5.59)