ἐντίθημι
τὸ ἐγδοχῖον τοῦ ὕδατος καὶ τὰ ἐν τῆι πόλει ὑδραγώγια → the water reservoir and the conduits in the city (or on the acropolis)
English (LSJ)
fut. ἐνθήσω: poet. aor. 1 inf.
A ἐνθέμεν Thgn.430:—put in (esp. put on board a ship), οἶνον ἐρυθρὸν ἐνθήσω Od.5.166; ἐνθείς τινα εἰς τὸ πλοῖον Antipho 5.39:—freq. in this sense in Med., κτήματά τ' ἐντιθέμεσθα Od.3.154, cf. X.An.1.4.7, Oec.20.28; ἐν δ' ἱστὸν τιθέμεσθα . . νηΐ Od.11.3; ἐνθέσθαι εἰς τὴν ναῦν φορτία D.34.6. 2 generally, put in or into, ἐνέθηκε δὲ χερσὶν ἅρπην Hes.Th.174; χειρὶ δ' ἔνθες ὀξύην E.Heracl.727; σε μήτηρ ἐνθεμένη λεχέεσσι Il.21.123; ἐντιθέναι αὐχένα ζυγῷ E.Hec.376, cf. 1045; also ἔς τι Hdt.2.73, Ar. Ach.920; ἐς τὼ κοθόρνω τὼ πόδ' ἐνθείς Id.Ec.346, cf. V.1161:—Med., ἐνθεμένης τὸ κυμβίον εἰς τὸν κόλπον D.47.58. b metaph., ἐνθέμεν φρένας ἐσθλάς Thgn.430; ἄρτι μοι τὸ γῆρας ἐντίθησι νοῦν Pherecr. 146.6; ἐ. ἀθυμίαν Pl.Lg.800c; ἰσχύν D.3.33; ἐνθεῖναι φόβον inspire fear, X.An.7.4.1, etc.; ἐ. ταῖς χορδαῖς τὴν ἁρμονίαν Plot.4.7.8:—so in Med., χόλον ἔνθεο θυμῷ thou hast stored up wrath in thy heart, Il.6.326; κότον ἔνθετο θυμῷ Od.11.102; opp. ἵλαον ἔνθεο θυμόν Il. 9.639; τὴν εἴς τινα εὔνοιαν PMag.Lond.125.26; μῦθον πεπνυμένον ἔνθετο θυμῷ laid it to his heart, Od.21.355; μή μοι πατέρας . . ὁμοίῃ ἔνθεο τιμῇ put not our fathers in like honour, Il.4.410. 3 put in the mouth, τινί τι Ar.Eq.717; ψώμισμα (sc. τῶν νηπίων στόματι) Plu. 2.320d:—Med., ἐνθοῦ put in, i.e. eat, Ar.Eq.51; cf. ἔνθεσις 11. 4 insert, δέλτα ἀντὶ τοῦ νῦ Pl.Cra.417b. 5 put on, χλαίνας Il.24.646; κόσμον τάφῳ E.IT632:—Med., σάκος ἔνθετο νώτῳ A.R.3.1320. 6 engraft, bud, ἀφ' ἑτέρων δενδρέων ὀφθαλμοὶ ἐνετέθησαν Hp.Nat.Puer. 26. 7 of cautery, ἐνθεῖναι ἐσχάρας Id.Art.11, cf. Paul.Aeg.6.44.
German (Pape)
[Seite 856] (s. τίθημι), hineinlegen, -setzen, -stellen; χλαίνας τ' ἐνθέμεναι Il. 24, 646; οἶνον ἐνθήσω Od. 5, 166; med., ἱστία νηΐ Od. 11, 3; κτήματά τ' ἐντιθέμεσθα 3, 154; ἐνθεμένη σε λεχέεσσι Il. 21, 124. Auch bei den Folgdn gew. von leblosen Dingen, χειρὶ ἔνθες ὀξύην Eur. Heracl. 727; πολύν σοι κόσμον ἐνθήσω τάφῳ I. T. 632; αὐχέν' ἐντιθεὶς ζυγῷ, den Hals ins Joch steckend, Hec. 376, wie τὸν τράχηλον εἰς βρόχον D. Sic. 12, 47; εἰς πῦρ σίδηρος ἐντεθείς Plat. Legg. II, 666 c, wie ἐνθεὶς ἐς τίφην u. ἐς τὼ κοθόρνω τὼ πόδ' ἐνθείς, Ar. Ach. 884 Eccl. 346; allein, ἔνθες πόδα Vesp. 1161; einen Buchstaben einschieben, Plat. Crat. 417 b; im Ggstz von ἐξαιρεῖν, 414 d. Oft übertr., πόλει πρόστριμμ' ἄφερτον Aesch. Ag. 348; ταραγμόν Eur. Hec. 376; σύνεσιν Suppl. 203; λογισμὸν τῇ τέχνῃ Ar. Ran. 973; einflößen, ἀθ υμίαν Plat. Legg. VII, 800 c; ὄκνον Rep. V, 473 e; ὁμολογίαν Conv. 187 c; παρανομίαν καὶ τόλμαν εἰς τὴν μουσικήν, hineinbringen, Legg. III, 700 e; φόβον τοῖς ἄλλοις, Furcht einjagen, Xen. An. 7, 4, 1; τούτοις βελτίω τινὰ νοῦν καὶ φρένας Dem. 18, 324. – Med., für sich hineinlegen; σάκος ἔνθετο νώτῳ Ap. Rh. 3, 1320; ἐνθεμένης τὸ κύμβιον εἰς τὸν κόλπον, nachdem sie ihn sich in den Busen gesteckt hatte, Dem. 47, 58; eine Waare in ein Schiff, es befrachten, εἰς ναῦν φορτία 34, 6; ἐντεθεῖσθαι αὐτὸν τὰ φορτία ibd. 16; εἰς τὸ πλοῖον Xen. Oec. 20, 28; Sp. – Uebertr., παιδὸς γὰρ μῦθον ἔνθετο θυμῷ, nahm sich zu Herzen, Od. 21, 335; σὺ δὲ μὴ χόλον ἔνθεο θυμῷ, fasse keinen Groll, 24, 247; Il. 6, 326; der Ggstz σὺ δ' ἵλαον ἔνθεο θυμόν 9, 635; Theogn. 966 u. sp. D.; τῷ μή μοι πατέρας ποθ' ὁμοίῃ ἔνθεο τιμῇ Il. 4, 410, setze sie mir nicht in gleiche Ehre, in gleichen Rang. – Wie Ar. Equ. 717 ἐντιθέναι von den Ammen gesagt ist, Bissen in den Mund stecken, so ist ibd. 51 ἐνθοῦ = nimm zu dir, neben ἔντραγε, vgl. Ath. X, 436 e; Medic.; den aor. ἐνεθήκαο hat Callim. Del. 54; μὴ ἐνθήσῃς Bp. ad. 694 (App. 204).
Greek (Liddell-Scott)
ἐντίθημι: μέλλ. ἐνθήσω: ποιητ. ἀόρ. α΄ ἀπαρεμφ. ἐνθέμεν, Θέογν. 430: ― τίθημι ἔν τινι (ἰδίως ἐν πλοίῳ), οἶνον ἐρυθρὸν ἐνθήσω Ὀδ. Ε. 156· καὶ ἐν τῷ μέσ., κτήματα δ’ ἐντιθέμεσθα Γ. 154, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 1. 4, 7· ἐν δ’ ἱστὸν τιθέμεσθα... νηῒ Ὀδ. Λ. 3· οὕτω καὶ βραδύτερον, ἐντιθέναι τινὰ ἢ τι εἰς τὸ πλοῖον Ἀντιφῶν 134. 91, Ξεν. Οἰκ. 20, 28, Δημ., κλ.: ― ἀκολούθως ἐν γένει, βάλλω εἰς, ἐνέθηκε δὲ χειρὶ ἅρπην Ἡσ. Θ. 174· οὐδέ σε μήτηρ ἐνθεμένη λεχέεσσι γοήσεται Ἰλ. Φ. 123· ὡσαύτως συχν. παρ’ Ἀττ. Ποιητ. καὶ ἄλλοις συγγραφεῦσι, ἐντιθέναι αὐχένα ζυγῷ Εὐρ. Ἑκ. 376, πρβλ. 1045, Ἡρακλ. 727· ὡσαύτως εἴς τι Ἡρόδ. 2. 73, Ἀριστοφ. Ἀχ. 920· ἐς τὼ κοθόρνω τὼ πόδ’ ἐνθεὶς ὁ αὐτ. Ἐκκλ. 346, πρβλ. Σφ. 1161. 2) μεταφ., ἐντ. φρένας ἐσθλὰς Θέογν. 430· νῦν δ’ ἄρτι μοι τὸ γῆρας ἐντίθησι νοῦν Φερεκρ. ἐν «Χείρωνι» 7· ἐντ. ἀθυμίαν Πλάτ. Νόμοι 800C, ἰσχὺν Δημ. 37. 26· ἐντιθέναι φόβον, ἐμβάλλειν φόβον, Ξεν. Ἀν. 7. 4, 1, κτλ.: ― οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Δαιμόνι’, οὐ μὲν καλὰ χόλον τόνδ’ ἔνθεο θυμῷ, «ὦ κακόδαιμον, οὐ καλῶς δὴ ταύτην τὴν ὀργὴν ἔθου ἐν τῇ ψυχῇ» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Ζ. 326· κότον ἔνθετο θυμῷ Ὀδ. Λ. 102, ἀντίθ. τῷ ἵλαον ἔνθεο θυμόν, «ἵλεων ἀπέργασαι τὴν σὴν ψυχὴν» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Ζ. 639· μῦθον πεπνύμενον ἔνθετο θυμῷ, ἔβαλεν εἰς τὴν καρδίαν της Ὀδ. Φ. 355· μή σοι πατέρας ποθ’ ὁμοίῃ ἔνθεο τιμῇ, «μή μοι τοὺς πατέρας ποτὲ τίθεσο ἐν ὁμοίᾳ τιμῇ» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Δ. 410. 3) τίθημι ἐν τῷ στόματι τροφήν, ὥσπερ αἱ τιτθαί γε σιτίζειν κακῶς· μασώμενος γὰρ τῷ μὲν ὀλίγον ἐντίθης Ἀριστοφ. Ἱππ. 717· καὶ ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ἐνθοῦ, βάλε μέσα, δηλ. φάγε, αὐτόθι 51· πρβλ. ἔνθεσις ΙΙ. 4) θέτω μεταξύ, παρεμβάλλω γράμμα, δέλτα δ’ ἐνθεὶς ἀντὶ τοῦ νῦ κέρδος ἐφθέγξατο Πλάτ. Κρατ. 417Β. 5) ἐγκεντρίζω, ἐπὶ δένδρου, Κλήμ. Ἀλ. 800.
French (Bailly abrégé)
f. ἐνθήσω;
1 mettre dans, placer dans : αὐχένα ζυγῷ EUR le cou sous le joug ; fig. ἐντ. φόβον XÉN inspirer de la crainte;
2 mettre sur : χλαίνας IL étendre des manteaux (sur une couche) ; κόσμον τάφῳ EUR parer un tombeau;
Moy. ἐντίθεμαι mettre pour soi dans ou sur : τινα λεχέεσσι IL déposer qqn dans ou sur son lit ; τι εἰς πλοῖον XÉN déposer qch dans un navire ; fig. χόλον θυμῷ IL concevoir de la colère dans son cœur ; μῦθον θυμῷ OD recueillir une parole dans son cœur ; τινα τιμῇ IL placer qqn dans son estime.
Étymologie: ἐν, τίθημι.
English (Autenrieth)
fut. ἐνθήσω, aor. inf. ἐνθέμεναι, mid. ipf. ἐντιθέμεσθα, aor. 2 ἔνθετο, imp. ἔνθεο, part. ἐνθεμένη: put or place in or on, mid., for oneself, or something of one's own; of putting provisions on board a ship, Od. 5.166; clothing on a bed, Il. 24.646, etc.; mid., of a mother laying her son upon the bier, Il. 21.124; metaph., μή μοι πατέρας ποθ' ὁμοίῃ ἔνθεο τῖμῇ, ‘hold in esteem,’ Il. 4.410 ; ἵλαον ἔνθεο θῦμόν, ‘take on,’ Il. 9.639 ; χόλον θῦμῷ, ‘conceive,’ Il. 9.326, Od. 24.248 ; μῦθον θῦμῷ, ‘take to heart,’ Od. 1.361.
English (Slater)
ἐντῐθημι
1 instil ἐνέθηκε δὲ Παλλὰς ἀμ[ (Pae. 8.82)