ἄνω

From LSJ
Revision as of 14:13, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄνω Medium diacritics: ἄνω Low diacritics: άνω Capitals: ΑΝΩ
Transliteration A: ánō Transliteration B: anō Transliteration C: ano Beta Code: a)/nw

English (LSJ)

(A), imper.

   A ἀνέτω S.Ichn.70, inf. ἄνειν Pl.Cra.415a, part. ἄνων, impf. ἦνον, etc. (v. infr.): aor. ἤνεσα IG7.3226 (Orchom. Boeot.), Hymn.Is.35, prob. in AP7.701.1 (Diod.) (ἤνεσ' codd.):— = ἀνύω, ἀνύτω, accomplish, finish, ἦνον ὁδόν Od.3.496; οὔτ' ἄν τι θύων οὔτ' ἐπισπένδων ἄνοις A.Fr.161 (Dobree, cf. AB406); ἀλλ' οὐδὲν ἦνεν E.Andr. 1132; ἦ τὸ δέον . . ἤνομεν; S.Ichn.98; ταῦτα πρὸς ἀνδρός ἐστ' ἄνοντος εἰς σωτηρίαν (cf. ἀνύω 1.6) Ar.V.369; ἀρυσσάμενοι ποτὸν ἤνομεν AP 11.64 (Agath.).    II Pass., come to an end, be finished, mostly of a period of time, μάλα γὰρ νὺξ ἄνεται night is quickly drawing to a close, Il.10.251; ἔτος ἀνόμενον the waning year, Hdt.7.20; ἦμαρ ἀνόμενον A.R.2.494; ἀνομένου τοῦ μηνός SIG577.30 (Milet., iii/ii B.C.); also ὅππως . . ἔργον ἄνοιτο Il.18.473; ἤνετο τὸ ἔργον Hdt.1.189, 8.71; ἀνομένων βημάτων A.Ch.799; ὁπόταν θήρης . . ἔργον ἄνηται Opp.H.5.442: impers., λιταῖς ἄνεται, = λιταὶ ἀνύονται, Pi.O.8.8. [ᾱ Hom., exc. Il.18.473: afterwds. common, cf. A. l.c., Opp.H. l.c. Orig. ἄνϝω, cf. ἀνύω.]
ἄνω (B), Aeol. ὄνω, Adv., (ἀνά):    I with Verbs implying Motion, upwards, ἄ. ὤθεσκε ποτὶ λόφον Od.11.596; ἄ. ἀπὸ θαλάσσης ἀναπλεῖν up stream, Hdt.2.155; ἄ. ποταμῶν χωροῦσι παγαί E.Med.410 (lyr.), hence "ἄ. ποταμῶν", proverbial, D.19.287, etc.; κόνις δ' ἄ. φορεῖτο S. El.714; κονιορτὸς ἄ. ἐχώρει Th.4.34; ἡ ἄ. ὁδός the upward road, Pl. R.621c; ἄ. ἰόντι going up the country (i.e. inland, v. infr. 11.1f), Hdt.2.8; ἄ. κάτω, v. infr. 11.2; πέμπειν ἄ., i.e. from the nether world, A.Pers.645 (lyr.), cf. Ch.147; σύριγγες ἄ. φυσῶσιμέλαν μένος S. Aj.1412 (lyr.).    II with Verbsimplying Rest, aloft, on high, ib.240, etc.; τὸ ἄ. Pl.Phdr.248a, etc.    b on earth, opp. the world below, νέρθε κἀπὶ γῆς ἄ. S.OT416; ἡνίκ' ἦσθ' ἄ. Id.El.1167; ἄ. βλέπειν Id.Ph.1348; ἄ. ἐπὶ [τῆς] γῆς Pl.Phd.109c; οἱ ἄ. the living, opp. οἱ κάτω the dead, S.Ant.1068, cf. Ph.1348, etc.; τὰ ἄ. πράγματα the world above, Luc.Cont.1.    c in heaven, opp. earth, οἱ ἄ. θεοί the gods above, S.Ant.1072; κῆρυξ τῶν ἄ. τε καὶ κάτω A.Ch.124: esp. in NT, ἐκ τῶν ἄ. εἰμί Ev.Jo.8.23; ἡ ἄ. Ἱερουσαλήμ Ep.Gal.4.26; ἡ ἄ. κλῆσις Ep.Phil.3.14.    d generally, of relative position, ὁ δῆμος ἄ. καθῆτο in the upper quarter of the city, i.e. the Pnyx, D.18.169; ἡ ἄ. βουλή, i.e. the Areopagus, Plu.Sol.19; βαλλόμενοι ὑπὸ τῶν ἄ. by those above on the roofs, Th.4.48; τὰ ἄ. X.An.4.3.25; τὰ ἄ. τῆς οἰκίας, opp. θεμέλια, Id.Eq.1.2; οἱ ἄ. τόποι OGI111.17.    e geographically, on the upper side, i.e. on the north, ἄ. πρὸς βορέην Hdt.1.72; οὔτε τὰ ἄ. χωρία οὔτε τὰ κάτω [οὔτε τὰ πρὸς τὴν ἠῶ οὔτε τὰ πρὸς τὴν ἑσπέρην] Id.1.142; ὁ ἄ. τόπος Pl.R.435e.    f inward from the coast, ἡ ἄ. Ἀσίη Hdt.1.95; τὰ ἄ. τῆς Ἀσίης ib.177; ἡ ἄ. ὁδός the upper or inland road, Id.7.128, X.An.3.1.8; ἡ ἄ. πόλις, opp. the Piraeus, Th.2.48; in full, οἱ ἀπὸ θαλάσσης ἄ. ib.83; ἡ ἄ. Μακεδονία Plu.Pyrrh.11; ὁ ἄ. βασιλεύς the king of the upper country, i.e. of Persia, X.An.7.1.28.    g in the race-course, τὰ ἄ. turning-post, Pl.R.613b; cf. κάτω.    h in the body, τὰ ἄ. the upper parts, opp. τὸ κάτω, Arist.GA741b28, al.; ἡ ἄ. κοιλία Id.Mete.360b23.    i of Time, formerly, of old, εἰς τὸ ἄ. reckoning upwards or backwards, of generations, Pl.Tht.175b; οἱ ἄ. men of olden time, Id.Criti.110b; οἱ ἄ. τοῦ γένους Id.Lg.878a; αἱ ἄ. μητρός the mother's lineal ancestors, Id.R.461c, cf. infr. c; ἐν τοῖς ἄ. χρόνοις D.18.310.    k above, in referring to a passage, Pl.Grg. 508e; ἐν τοῖς ἄ. λόγοις R.603d, cf. Arist.Rh.1412b33, etc.    1 of tones in the voice, οἱ ἄ. τόνοι Plu.Cic.3.    m metaph., ἄ. βαίνειν walk proudly, Philostr.VA1.13; ἄ. φρονεῖν Hld.7.23.    n higher, more general, of κατηγορίαι, Arist.AP0.82a23.    2 ἄ. καὶ κάτω up and down, to and fro, εἷρπ' ἄ. τε καὶ κάτω E.HF953; ἄ. καὶ κ. φεύγειν Ar.Ach.21; ἄ. τε καὶ κ. κυκᾶν Id.Eq.866; περιπατεῖν ἄ. κ. Id.Lys. 709.    b upside-down, topsy-turvy, τὰ μὲν ἄ. κ. θήσω, τὰ δὲ κ. ἄ. Hdt.3.3; πάντ' ἄ. τε καὶ κ. στρέφων τίθησιν A.Eu.650; τρέπουσα τύρβ' ἄ. κ. Id.Fr.311, cf. Ar.Av.3; ἄ. κ. συγχεῖν E.Ba.349; ἄ. καὶ κ. ποιεῖν τὰ πράγματα D.9.36; τοὺς νόμους στρέφειν 21.19; πόλλ' ἄ., τὰ δ' αὖ κ. κυλίνδοντ' ἐλπίδες Pi.O.12.6; πολλάκις ἐμαυτὸν ἄ. κ. μετέβαλλον backwards and forwards, Pl.Phd.96a, cf. Prt.356d.    3 ἄ. ἔχειν τὸ πνεῦμα pant or gasp, Men.23, cf. Sosicr.1.    B as Prep. with gen., above, ἡ ἄ. Ἅλυος Ἀσίη Hdt.1.130, cf. 103, Call.Jov.24; αἱ ἄ. μητρός (v. supr. 11.1 i); ἄ. τοῦ γόνατος above the knee, Thphr.Char.4.4; ἀπὸ ἄ. τῆς χθονὸς ταύτης LXX 3 Ki.14.15.    2 with partitive gen., αἰθέρος ἄ. ἑλεῖν dub. in S.Ph.1092, cf. E.Or.1542; γῆς ἥκοντ' ἄ. Id.HF616; μικρὸν προαγαγὼν ἄ. τῶν πραγμάτων Aeschin.2.34.    C Comp. ἀνωτέρω, abs., higher, ἀ. θακῶν . . Ζεύς A.Pr.314; ἀ. οὐδὲν τῶν πρηγμάτων προκοπτομένων not getting on any farther, Hdt. 1.190; ἀδελφῷ ἢ πατρὶ ἢ ἔτι ἀ. Pl.Lg.880b; οὐ προήϊσαν ἀ. τὸ πρὸς ἑσπέρης Hdt.8.130.    2 c. gen., ἀ. Σάμου ib.132; ἀ. γίγνεσθαί τινων X.An.4.2.25; ἀ. τῶν μαστῶν above them, ib.1.4.17; later ἀνώτερον Plb.1.7.2, etc.; cf. ἀνώτερος.    II Sup. ἀνωτάτω, ἐς τοὺς ἀ. (sc. στάντας) Hdt.7.23; ἡ ἀ. κώμη X.An.7.4.11; ἀνῳκίσανθ' ὅπως ἀ. Ar.Pax207; ἡ ἀ. ἄσκησις the highest, Arr.Epict.3.24.84, cf. Ph.1.33, al.; τὰ ἀ. τῶν γενῶν Arist.Metaph.998b18, cf. Zeno Stoic.1.51, S.E.P. 1.138; τὰ ἀ. τρία Ph.1.321; ἡ ἀ. διαίρεσις Ps.-Alex.Aphr.in SE20.27.

German (Pape)

[Seite 267] adv. zu ἀνά, Hom. zweimal: Od. 11, 596 λᾶαν ἄνω ὤθεσκε ποτὶ λόφον, hinauf, empor; Iliad. 24, 544 ὅσσον Λέσβος ἄνω, Μάκαρος ἕδος, ἐντὸς ἐέργειι hier nahm Aristarch ἄνω = ἀνά u. verband es mit ἐέργει, ἄνω ἐέργει = ἀνείργει, so viel Lesbos einschließt, s. Scholl. Aristonic., vgl. Friedl. Ariston. p. 28. – Bei den Folgenden heißt ἄνω: 1) hinauf, empor; ἄνω πέμπειν Aesch. Pers. 636; vgl. Ch. 145; αἰθέρος ἄνω, hinauf in den Aether, Soph. Phil. 1081, wie Eur. Or. 1542; ἄγειν, βλέπειν, ἀναβαίνειν, Plat. Phaedr. 246 d Rep. VII, 517 a. – 2) häufiger: oben, oberhalb, in sehr verschiedenen Beziehungen; von der Himmelsgegend: nordwärts, im Ggstz von κάτω, südwärts, Her. 1, 72. 142; vom Meer ab, landeinwärts, 4, 18; ὁ ἄνω βασιλεύς, der Perserkönig; auf dem Berge, ἐπεὶ δὲ ἄνω ἦσαν, nachdem sie oben waren, Xen. Hell. 3, 5, 13; oben bei den Göttern, ἐν τοῖς θεοῖς Plat. Cratyl. 408 c; οἱ ἄνω θεοί, die oberen Götter, des Olymps, im Ggstz der unterirdischen, Soph. Ant. 1059 u. sonst. Eben so oben auf der Erde lebend, im Ggstz der Unterwelt, Phil. 1332 El. 1158; οἱ ἄνω, die Lebenden, Ant. 1055. Oben, d. i. ἐν τοῖς ἔμπροσθεν λόγοις Plat. Gorg. 588 e. – 3) Auch von der Zeit: vormals, früher, οἱ ἄνω τοῦ γένους, Vorfahren, Plat. Legg. IX, 878 a; εἰς τὸ ἄνω, in aufsteigender Linie, Theaet. 175 b; οἱ ἄνω πρὸ αὐτοῦ Philostr. – 4) Der Ggstz ist stets κάτω. Dah. Her. 3, 3 τὰ μὲν ἄνω κάτω θήσω τὰ δὲ κάτω ἄνω, das Oberste zu unterst lehren, alles verwirren; dah. sprichwötrlich τὸ λεγόμενον ἄνω κάτω πάντα Plat. Theaet. 159 d; sehr oft bei Attikern, ἄνω τε καὶ κάτω τίθησι Aesch. Eum. 620; Eur. Bacch. 740. 752 u. oft; Plat. Prot. 356 d u. öfter; ἄνω καὶ κάτω Phaedr. 272 b; κινεῖν, ἕλκειν, στρέφεσθαι Phaed. 111 e Lach. 196 b; seltener ohne Conjunction, die z. B. bei Dem. 2, 16 αἱ ἄνω κάτω στρατεῖαι u. 4, 41 nach den mss. hinzuzusetzen; καὶ ἄνω καὶ κάτω 9, 36; vgl. 23, 178. Doch fehlt sie oft bei Com.; auch κάτω ἄνω, Antiphan. Ath. I, 14 f; Eur. Bacch. 349. 602 El. 842 I. T. 282; ἄνω καὶ κάτω διαλέγεσθαι, hin u. her reden, immer wieder auf denselben Gegenstand zurückkommen. Auch mit dem gen., ἄνω καὶ κάτω τοῦ Κρανείου Luc. de conscrib. hist. 3. – 5) Als praepos. mit dem gen., oberhalb, über, Sp., z. B. Callim. Iov. 24; Ilion. Hal. 1, 56. – compar. u. superl. ἀνωτέρω u. ἀνωτάτω, s. einzeln.

Greek (Liddell-Scott)

ἄνω: ἀπαρ. ἄνειν, Πλάτ. Κρατ. 415Λ. μετοχ. ἄνων: παρατ. ἦνον, κτλ. (ἴδε κατωτ.): ἀόρ. ἤνεσα, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 491., 1028. 35. Ριζικὸς τύπος τοῦ ἀνύω, ἀνύτω, διανύω, τελειώνω, ἦνον ὁδὸν «ἐνταῦθα τὸ ἦνον τὸ ἁπλῶς ἤνυον, ἐτελείουν δηλοῖ» (Εὐστ.), Ὀδ. Γ. 496· οὐτ’ ἂν τι θύων οὔτ’ ἐπισπένδων ἄνοις (ὡς ὁ Dobree ἀντὶ ναοῖς ἢ λάβοις) Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 161· ἀλλ’ οὐδὲν ἦνον Εὐρ. Ἀνδρ. 1132· ταῦτα... πρὸς ἀνδρός ἐστ’ ἄνοντος ἐς σωτηρίαν (ὡς τὸ ἀνύω Ι. 3) Ἀριστοφ. Σφ. 369, ἔνθα ἴδε Δινδ., ἀρυσσάμενοι... ἤνομεν Ἀνθ. Π. 11. 64· ἄνοις ἀντὶ τοῦ ἀνύοις Φρύν. ἐν Α. Β. 406· ΙΙ. Παθ., φθάνω εἰς τέρμα, προχωρῶ πρὸς τὸ τέλος μου, κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ τῆς συντελέσεως περιόδου τινὸς χρονικῆς, μάλα γὰρ νὺξ ἄνεται, ἡ νὺξ ταχέως πλησιάζει εἰς τὸ τέρμα της, «ἀνύεται, τελειοῦται» (Σχόλ.), Ἰλ. Κ. 251· ἔτος ἀνόμενον, φθίνον, ἀπολεῖπον, Ἡρόδ. 7. 20, πρβλ. 1. 189· ἦμαρ ἀνόμενον Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 494· ἀλλ’ ὡσαύτως, ὅππως... ἔργον ἄνοιτο Ἰλ. Σ. 473· ἤνετο τὸ ἔργον Ἡρόδ. 8. 71· ἀνομένων βημάτων Αἰσχύλ. Χο. 799· ὁπόταν θήρης... ἔργον ἄνηται Ὀππ. Ἁλ. 5. 442: - ἀπροσώπ., ἄνεται δὲ πρὸς χάριν εὐσεβίας ἀνδρῶν λιταῖς, «γράφει δὲ κατ’ ἐνίους Ἀσκληπιάδης ἄνευ τοῦ σ, λιταί, καὶ οὕτω καθίστησι τὸν λόγον: «πρὸς δὲ τὸ κεχαρισμένον τῇ εὐσεβείᾳ τῶν ἀνδρῶν ἀνύοντες λιταὶ» (Σχόλ.), Πινδ. Ο. 8. 10· πρβλ. ἀνύω, ἐν ἀρχ. [ᾱ Ὅμ., πλὴν ἐν Ἰλ. Σ. 473: μετέπειτα ἐγένετο κοινόν· πρβλ. Αἰσχύλ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ὀππ. Ἁλ. 5. 442].

French (Bailly abrégé)

1seul. prés. et impf. ἦνον ; Pass. seul. prés. ἄνομαι et impf. ἠνόμην;
mener à terme, accomplir, achever, acc..
Étymologie: DELG v. ἀνύω.
2adv. et prép.
en haut :
A. adv. I. de bas en haut : λᾶαν ἄνω ὤθεσκε OD il poussait sans cesse une pierre de bas en haut ; κονιορτὸς ἄνω ἐχώρει THC la cendre s’élevait (en épais nuages) ; ἄνω τε καὶ κάτω, ἄνω καὶ κάτω de bas en haut et de haut en bas, en tout sens ; τὰ μὲν ἄνω κάτω τιθέναι, τὰ δὲ κάτω ἄνω HDT mettre tout sens dessus dessous, bouleverser tout de fond en comble ; p. anal. :
1 en parl. de la région du nord ὅσσον Λέσβος ἄνω ἐέργει IL tout ce que borne, en remontant vers le nord, l’île de Lesbos;
2 en parl. de l’intérieur des terres ἄνω ἰέναι, πορεύεσθαι HDT aller, se diriger vers l’intérieur ; ἡ ἄνω ὁδός HDT la route vers l’intérieur;
3 fig. en remontant, en se reportant plus haut;
II. en haut : τὸ ἄνω, τὰ ἄνω la partie supérieure, le haut ; οἱ ἄνω θεοί SOPH les dieux d’en haut ; en parl. de la terre, par opp. aux enfers οἱ ἄνω ceux d’en haut, les vivants ; en parl. du nord ἄνω πρὸς Βορέην HDT en haut vers le nord ; en parl. de l’intérieur des terres τὰ ἄνω τῆς Ἀσίης HDT, τῆς Λιβύης HDT l’intérieur de l’Asie, de la Libye ; ὁ ἄνω βασιλεύς le roi de Perse, le grand roi ; ou le roi de Thrace ; en parl. de la partie haute d’une villeἄνω πόλις THC la ville haute ; ἡ ἄνω βουλή PLUT le tribunal d’en haut, l’aréopage ; avec idée de temps οἱ ἄνω χρόνοι LUC les temps anciens;
III. au-dessus, par-dessus;
B. prép. au-dessus de, gén;
Cp.
ἀνωτέρω, Sp. ἀνωτάτω.
Étymologie: ἀνά.

English (Autenrieth)

(ἀνά): upwards, Od. 11.596 ; Λέσβος ἄνω (i. e. towards Troy, ‘north’?).. καὶ Φρυγίη καθύπερθε, Il. 24.544.
ipf. ἦνον: complete; ὁδόν, Od. 3.496; pass. νὺξ ἄνεται, ‘draws to a close,’ Il. 10.251 ; ὅππως ἔργον ἄνοιτο (note the quantity), Il. 18.473.