γόνος

From LSJ
Revision as of 14:30, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (SL_1)

Ἐμπειρία γὰρ τῆς ἀπειρίας κρατεῖ → Inscitiam etenim vincit experientiaErfahrung überwindet Unerfahrenheit

Menander, Monostichoi, 169
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γόνος Medium diacritics: γόνος Low diacritics: γόνος Capitals: ΓΟΝΟΣ
Transliteration A: gónos Transliteration B: gonos Transliteration C: gonos Beta Code: go/nos

English (LSJ)

ὁ, and (in signf.1), ἡ, E.IA793: late Ion. γοῦνος Aret.CD2.5: —

   A that which is begotten, child, Il.5.635, 6.191; offspring, 20.409, Hes. Th.919, etc.; ἄπαις ἔρσενος γόνου Hdt.1.109; πρεσβύτατος παντὸς τοῦ γ. Id.7.2; αὐτὸν καὶ γόνον Schwyzer 415 (Elis); ὁ Πηλέως γ. his son, S.Ph.333, cf. 366,416, etc.; of animals, γ. ὀρταλίχων Id.Fr.793; of fish, roe, Hegem.1, Archestr.Fr.9; of bees, Arist.HA554a18.    2 product, of plants, γ. ἀμπέλου Anacreont.54.7; γ. πλουτόχθων, of the silver mines at Laureion, A.Eu.946 (lyr.); τοῦ φόρου τὸν γ. Ar.V.1116 codd.    3 ἐς ἔρσενα γόνον to any of the male sex, Hdt.6.135.    II race, stock, descent, οὔ πώ τις ἑὸν γ. αὐτὸς ἀνέγνω Od.1.216, cf. 11.234.    III begetting, procreation, A.Supp.172 (lyr.); γόνῳ πατήρ, opp. ποιητός, Lys.13.91; γόνῳ γεγονώς D.44.49; γ. υἱός Men.Sam. 131, D.C.40.51, cf.IG3.1445,al.    2 of plants, bearing, Thphr.CP3.15.3.    IV seed, Hp.Genit.7, Arist.GA748a22, LXX Le.15.3; σπέρμα καὶ γ. Ti.Locr.100b, cf. Gal.19.450.    2 genitals, Hp.Liqu. 2.    V γ. Ἑρμοῦ, = βούφθαλμος, Ps.-Dsc.3.139.

German (Pape)

[Seite 502] ὁ, Nebenform von γονή, Wurzel γεν, von Hom. an in mehreren Abstufungen der Bedeutung, vgl. Apollon. Lex. Homer. p. 55, 16: 1) Geburt, Abstammung, Odyss. 1, 216. 11, 234. 19, 166; Stamm, Her. 7, 2; ἄῤῥην 6, 135. – 2) das Erzeugte, Nachkommenschaft; ein Kind, Iliad. 6, 191. 5, 635. 13, 449 Odyss. 2, 274; mehrere Kinder, Iliad. 20, 409 οὕνεκά οἱ μετὰ παισὶ (v. l. πᾶσι) νεώτατος ἔσκε γόνοιο, wo sich aber γόνοιο auch als Homerischer genit. fassen läßt, νεώτατος γόνοιο = der Jüngste in Bezug auf die Geburt, das Lebensalter; Her. 7, 2 πρεσβύτατος παντὸς τοῦ γόνου; ἄπαις ἔρσενος γόνου 1, 109; vgl. Hes. Th. 919; Aesch. Ch. 252, u. sonst bei Tragg., auch Pind.; ἡ γόνος Eur. I. A. 894. – Auch = Junge, von Thieren; Od. 12, 130 ἑπτὰ βοῶν ἀγέλαι, τόσα δ' οἰῶν πώεα καλά, πεντήκοντα δ' ἕκαστα. γόνος δ' οὐ γίγνεται αὐτῶν, οὐδέ ποτε φθινύθουσι, wo sich aber γόνος auch als Abstractum auffassen läßt, = Zeugung, Geburt; wie denn überhaupt die Abschattungen der Bedeutung bei Hom. wenigstens gewiß nicht strenge geschieden sind. Oefter von Thieren bei Arist. H. A.; von Fischen, Archestr. Ath. VII, 285 b; ἀμπέλου Anacr. – 3) Erzeugung, Aesch. Suppl. 163; Tim. Locr. 100 a; γόνῳ πατὴρ ὤν Is. 2, 18; ὁ γόνῳ γεγονώς, leiblicher Sohn, als Erkl. von γνήσιος, Dem. 44, 49. – 4) der männliche Saame, Arist.; Hippocr., der es auch für Zeugungsglied braucht. Vgl. auch γουνός.

Greek (Liddell-Scott)

γόνος: ὁ καὶ (ἐν σημασ. Ι) ἡ, Εὐρ. Ι. Α. 794· Ἰων. γοῦνος, Ἀρεταῖ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 5 (γενέσθαι)·― ὡς τὸ γονή, τὸ γεννώμενον ἢ γεννηθὲν τέκνον, Ἰλ. Ε. 635., Ζ. 191· Υ. 409, Ἡσ. Θ. 919, καὶ Ἀττ.· ἄπαις ἔρσενος γόνου Ἡρόδ. 1. 109, πρβλ. 7. 2· ὁ Πηλέως γ., ὁ υἱὸς τοῦ Π., Σοφ. Φ. 333, πρβλ. 366, 416, κτλ.· ἐπὶ ζῴων, ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 962· ἐπὶ ἰχθύων, ἡ «γαλατσίδα» ἢ τὰ ᾠὰ αὐτῶν, τὸ «χαβιάρι», Ἡγήμ. παρ’ Ἀθην. 108C. 2) πᾶσα παραγωγή· ἐπὶ φυτῶν, γόνος ἀμπέλου Ἀνακρεοντ. 58. 7· γόνος γᾶς πλουτόχθων, ἐπὶ τῶν ἀργυρείων τοῦ Λαυρείου, Αἰσχύλ. Εὐμ. 946· τοῦ φόρου τὸν γ. Ἀριστοφ. Σφηξ. 1116. 3) ἐς ἔρσενα γόνον, εἴς τινα τῶν ἀρρένων, Ἡρόδ. 6. 135. ΙΙ. ὡς τὸ γένος, τὸ γένος τινός, ἡ οἰκογένεια, ἡ καταγωγή, Ὀδ. Α. 216, Λ. 234· γόνῳ, ἐξ αἵματος, δι’ αἵματος, διὰ συγγενείας, Συλλ. Ἐπιγρ. 606a, 643, 654. ΙΙΙ. γέννησις, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 172· γόνῳ πατήρ, κατ’ ἀντίθ. πρὸς τὸ ποιητός, Λυσ. 138. 30, πρβλ. Δημ. 1090. 6 κἑξ. ΙV. γονή ΙΙ, Ἱππ. 232. 29, Ἀριστ. π. Ζ. Γ. 2. 8, 14· ἐπὶ τοῦ ᾠοῦ τῶν ἐντόμων, ὁ αὐτ. Ἱστ. Ζ. 5. 22, 3 κ. ἀλλ. 2) τὸ ἀνδρικὸν αἰδοῖον, Ἱππ. 426. 15.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
I. 1 action d’engendrer, génération, procréation;
2 semence génitale;
3 parents, ancêtres;
II. ce qui est engendré :
1 enfant, fils (avec l’art. ἡ, fille) : Διὸς γόνος IL, θεοῦ IL enfant de Zeus, d’un dieu ; collectiv.γόνος, les enfants : πρεσβύτατος παντὸς τοῦ γόνου HDT le plus âgé de tous les enfants ; νεώτατος γόνοιο IL le plus jeune des enfants ; ἄπαις ἔρσενος γόνου HDT sans enfants mâles;
2 sexe;
3 origine, naissance.
Étymologie: R. Γεν ; cf. γονή.

English (Autenrieth)

ὁ: birth, origin; then offspring (son), young, Od. 4.12, Il. 6.191, Od. 12.130.

English (Slater)

γόνος (γόνον: nom. contra metr. (O. 9.76) )
   1 offsping only
   a son of gods and heroes. κλέπτοισα θεοῖο γόνον Iamos (O. 6.36) [Θέτιοςγόνος codd. contra met. (O. 9.76) ] τέκεν γόνον ὑπερφίαλον· Κένταυρον (P. 2.42) Χίρωνα γόνον εὐρυμέδοντα Κρόνου (P. 3.4) ἐξαίρετον γόνον ἰδὼν κάλλιστον ἀνδρῶν Jason (P. 4.123) γόνον τέ οἱ φέρτατον ἀτίταλλεν Achilles (N. 3.57) πεπρωμένον ἦν φέρτερον πατέρος ἄνακτα γόνον τεκεῖν (Ahlwardt: γόνον ἄν. πατ. codd.) (I. 8.33) τᾶςκράτιστος ἐράσσατο μιχθεὶς τοξοφόρον τελέσαι γόνον[ Apollo Πα. 7B. 52. γόνον ὑπάτων μὲν πατέρων μελπόμενοι γυναικῶν τε Καδμειᾶν Dionysos fr. 75. 11.
   b collectively, offspring race ἄτερ δεὐνᾶς ὁμόδαμον κτισσάσθαν λίθινον γόνον (O. 9.45)