βαστάζω

From LSJ
Revision as of 14:30, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (SL_1)

ψυχῆς ἀγαθῆς πατρὶς ὁ ξύμπας κόσμος → the whole universe is the fatherland of a good soul

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βαστάζω Medium diacritics: βαστάζω Low diacritics: βαστάζω Capitals: ΒΑΣΤΑΖΩ
Transliteration A: bastázō Transliteration B: bastazō Transliteration C: vastazo Beta Code: basta/zw

English (LSJ)

Od.11.594, etc.: fut.

   A -άσω A.Pr.1019, S.Aj.920; late -άξω Ps.-Callisth.1.45, etc.: aor. ἐβάστασα Od.21.405, Ar.Th. 437 (lyr.), etc.; late ἐβάσταξα PFay.122, LXXSi.6.25, J.AJ3.8.7, Epigr. ap. Stob.1.49.52:—Pass., fut. βασταχθήσομαι Ps.-Callisth.1.42: aor. ἐβαστάχθην Nic.Dam.p.114D., D.L.4.59, Ath.15.693e: aor. 2 βασταγῆναι Artem.2.68: pf. βεβάσταγμαι (ἐμ-) Luc.Ocyp.14:—lift up, raise, λᾶαν βαστάζοντα . . ἀμφοτέρῃσι Od.11.594; ἐπεὶ μέγα τόξον ἐβάστασε 21.405; πεπτῶτα β. τινά S.Aj.827, etc.; lift a veil, Id.El. 1470:—Pass., of sluice-gates, PRyl.81.6 (ii A. D.).    2 metaph., lift up, exalt, ennoble, Pi.O.12.19; β. τινὰ χαρίτεσσιν Id.I.3.8.    II bear, carry, A.Pr.1019, etc.; χερσὶν β. τινά S.El.1129, cf. 1216; δόρυ Hermipp.46.2 (anap.), Theoc.16.78; ὅπλα Men.Epit.107.    2 hold in one's hands, S.El.905; χεροῖν Id.Ph.657, cf. 1127 (lyr.); of books, συνεχῶς β. Epicur.Ep.2p.35U.:—in Pass., to be popular, Arist.Rh. 1413b12.    3 β. ἐν γνώμῃ bear in mind, consider, weigh, A.Pr.888; φρενί Ar.Th.437 (lyr.); β. προβούλευμα deliberate on... Eup.73; βαστάσας αἱρήσομαι on consideration, Id.303.    4 bear, endure, οὐκέτι βαστάζω τὴν σεῖο διαζυγίην AP5.8 (Rufin.).    5 produce, yield, of land, PGiss.6 iii 8 (ii A. D.).    III carry off, take away, Ev.Jo.20.15; steal, Plb.32.15.4, J.AJ1.19.9, D.L.4.59, Luc.Asin.16, PTeb.330.7 (ii A. D.), perh. also in Ev.Jo.12.6, Ath.2.46f (Pass.).    2 in Pass., to be sublimated, Zos.Alch.p.198 B.    IV in Trag., touch, χέρα ἄνακτος . . τῇδε β. χερί A.Ag.35; embrace, σῶμα S.OC1105.—Not in Att. Prose: Pass. first in Plb.

German (Pape)

[Seite 438] fut. βαστάσω, perf. ἐμβεβάσταγμαι, aor. p. ἐβαστάχθην z. B. Ath. II, 46 e, 1) aufheben, bes. etwas Gewichtiges, Hom. Odyss. 11, 594 Σίσυφον εἰσεῖδον –, λᾶαν βαστάζοντα πελώριον ἀμφοτέρῃσιν; 21. 405 ἐπεὶ μέγα τόξον ἐβάστασε, aorist. in der Bedeutung des Anfangens, als er den Bogen in die Hand genommen hatte; δόρυ Theocr. 16, 78; übertr., loben, preisen, Pind. Ol. 12, 21 N. 8, 3 u. öfter. – 2) in den Händen hoch halten, tragen, χεροῖν Soph. Phil. 651; El. 1118; I. A. 36; so Sp., Prosa, ὅπλα, παιδίον, Pol. 2, 24. 15, 26; übertr., ἐν γνώμῃ Aesch. Prom. 890; im Sinne tragen, erwägen; prüfen, πάντα – φρενί Ar. To. 437; Sp., z. B. Pol. 8, 18; vgl. Eupolis bei Suid.; bei Arist. rhet. 3, 12 ertragen, erträglich finden; Rufin. οὐκέτι β. τὴν διαζυγίην 25 (V, 9). – 3) allgemein, anfassen, be rüh ren, χέρα χερί Aesch. Ag. 35; χερσί Soph. El. 893; O. C. 1107 u. öfter bei Tragg. – 4) wegtragen, wegnehmen, Pol. 1, 48. 32, 25 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

βαστάζω: Ὅμ., Ἀττ.· μέλλ. -άσω, Αἰσχύλ. Πρ. 1019, Σοφ. Αἴ. 920· μεταγεν. –άξω, Μαυρ. Στρατηγ., κτλ.: ἀόρ, ἐβάστασα Ὅμ., Ἀττ., μεταγ. ἐβάσταξα Ἀνθ. ΙΙ. παράρτ. 327. –Παθ., μέλλ. βασταχθήσομαι Ψευδο-Καλλισθ. 1.42· ἀόρ. ἐβαστάχθην Διογ. Λ. 4.59, Ἀθήν. 693Ε· ἀόρ. β΄ βασταγῆναι Ἀρτεμίδ. 2.68.
Ὑψώνω, σηκώνω, ἐγείρω, λᾶαν βαστάζοντα…ἀμφοτέρῃσιν Ὀδ.Λ.594· ἐπεὶ μέγα τόξον ἐβάστασε φ.405· πεπτῶτα βαστ. τινὰ Σοφ. Αἴ. 827, κτλ.· ἐγείρω κάλυμμα, ὁ αὐτ. Ἠλ. 1470.2) μεταφ. ὑψῶ, ἐξυψῶ, ἐξευγενίζω, Πίνδ. Ο. 12.27, Ι.3.14, κτλ.
ΙΙ. φέρω, «κουβαλῶ»Αἰσχύλ. Πρ. 1019, κτλ.· χερσὶν β. τινὰ Σοφ. Ἠλ. 1129, πρβλ. 1216· δόρυ, ὅπλα, Ἕρμιππ. Μοιρ. 1, Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 297.
2) κρατῶ ἐν χερσί, φέρω ἀνὰ χεῖρας, Σοφ. Ἠλ. 905· χεροῖν ὁ αύτ. Φ.657, πρβλ. 1127, Ο.Κ. 1105.-Παθ., in minibus esse, εἶμαι κοινός, διαδεδομένος, ἐπὶ βιβλίων, Ἀριστ, Ῥητ. 3.12,2.
3) βαστάζειν ἐν γνώμῃ, ἔχω ἐν νῷ, θεωρῶ, ἐξετάζω, σταθμίζω, δοκιμάζω, Αἰσχύλ. Πρ. 888· φρενὶ Ἀριστοφ. Θεσμ. 437· β. βούλευμα, σκέπτομαι περί τινος…, Εὔπολ. Βαπτ. 6· βαστάσας αἱρήσομαι, σκεψάμενος, ὁ αὐτ. ἐν Ἀδήλ.3.ΙΙΙ. ἀπάγω, λαμβάνω καὶ φεύγω, «παίρνω», Εὐαγγ.κ.Ἰω. κ΄,15· καὶ οὕτω, κλέπτω (πρβλ. τὴν παρὰ Σκώτοις χρῆσιν τοῦ ἀγγλ. ῥήματος to lift), Πολύβ. 32.25,4, Διογ.Λ.4.59, Λουκ., Ἰώσηπ. Α.Ι.1.19, 9· τινὲς τοιαύτην ἔννοιαν ἀποδίδουσιν εἰς τὴν λέξιν ἐν Εὐαγγ. κ. Ἰω. ιβ΄β. IV. Ἀττ. ὡσαύτως =ψηλαφάω, λαμβάνω ἀνὰ χεῖρας, ἐγγίζω, ἐξετάζω διὰ τῆς ἁφῆς, χέρα ἄνακτος…τῇδε βαστάσαι χερὶ Αἰσχύλ. Ἀγ. 35, ἔνθα ἴδε Blomf. –Ἐν χρήσει παρ’ Ὁμήρ. καὶ τοῖς Ἀττ. ποιητ. μόνον ἐν τῷ ἐνεργητ. οὐχὶ δὲ παρᾶ τοῖς δοκίμοις τῶν πεζογρ. Ἀττικῶν.

French (Bailly abrégé)

f. βαστάσω, ao. ἐβάστασα, pf. inus.
I. lever;
1 soulever (un objet lourd, un fardeau, etc.) : β. λᾶαν ἀμφοτέρῃσι OD dout. soulever une pierre avec les deux mains ; μέγα τόξον OD soulever, soupeser un grand arc;
2 relever : τινα πεπτῶτα SOPH un homme tombé;
3 soulever, lever légèrement (un voile);
4 fig. tenir levé ou suspendu, balancer : ἐν γνώμᾳ ESCHL dans son esprit;
II. porter, tenir dans ses bras ou dans ses mains, tenir : χέρα χερί ESCHL ou simpl. χέρα EUR presser dans sa main la main (de qqn) ; tenir embrassé : βαστάσαι δότε SOPH laissez-moi vous embrasser ; Pass. être dans les mains (de tous), en parl. d’ouvrages.
Étymologie: DELG ?

English (Autenrieth)

raise (move by lifting), Od. 11.594, (weigh in the hands), Od. 21.405.

English (Slater)

βαστάζω
   1 clasp, hold in one's hands (cf. Fraenkel on Ag. 35) δαιδαλέαν φόρμιγγα βαστάζων sc. Damophilos (P. 4.296) met., clasp, embrace, Ἐργότελες, θερμὰ Νυμφᾶν λουτρὰ βαστάζεις ὁμιλέων παρ' οἰκείαις ἀρούραις (contra Fränkel, D & P, 500̆{8}, “hantierst mit, machst dir zu schaffen mit”) (O. 12.19) ὥρα πότνια, τὸν μὲν ἡμέροις ἀνάγκας χερσὶ βαστάζεις, ἕτερον δ' ἑτέραις (N. 8.3) χρὴ δὲ κωμάζοντ' ἀγαναῖς χαρίτεσσιν βαστάσαι (I. 3.8)