ὁπόσος

From LSJ
Revision as of 14:38, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (SL_2)

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁπόσος Medium diacritics: ὁπόσος Low diacritics: οπόσος Capitals: ΟΠΟΣΟΣ
Transliteration A: hopósos Transliteration B: hoposos Transliteration C: oposos Beta Code: o(po/sos

English (LSJ)

Ep. ὁππόσος Od.14.47, ὁπόσσος 22.220, Il.23.238 (also ὁπόσος 24.7), ὁπόσσος also Berl.Sitzb.1927.160 (Cyrene), IG42(1).121.109 (Epid., iv B. C.); Ion. ὁκόσος; Cret. and Boeot. ὁπόττος Leg.Gort.4.40, al., IG7.522.19 (iii B. C.), etc.: correlat. to πόσος: freq. in IG12, but replaced by ὅσος in Att. Inscrr. after 300 B.C. :    I as Relat., like ὅσος, of Number, as many, as many as . ., ὁπόσα τολύπευσε σὺν αὐτῷ Il.24.7 ; πᾶσι θεοῖς... ὁπόσοι τὴν Διὸς αὐλὴν εἰσοιχνεῦσιν A. Pr.121 (anap.), cf. 411, Th.927 (both lyr.); τοσαῦτα ὁπόσα σοι φίλον Pl.Lg.642d ; ὁπόσους πλείστους ἐδυνάμην X.Cyr.4.5.29, etc. : in Prose freq. ὁ. ἄν with subj., ὁπόσοις ἂν δοκῇ Foed. ap. Th.4.118, cf. Pl.Sph. 245d, etc.    2 of Quantity, as much as, of Size or Space, as great as, ὁπόσσον ἐπέσχε as far as it spread, Il.23.238 ; χθόνα... ὁπόσαν καὶ φθιμένοισιν κατέχειν as much as is allowed the dead to occupy, A. Th.732 (lyr.); ὁπόσην τῆς χώρας X.Oec.4.8 : Adverbial in dat., ὁπόσῳ πλέον... τοσούτῳ πλειόνων κτλ. Pl.Lg.649b.    3 with indefinite Particles added, ὁποσοσοῦν how great or much soever, Th.4.37,6.56, Pl.Sph. 245d : Ion. dat. pl., ὁκόσῃσι ὦν Hdt.5.20 ; so ὁπόσῳ δήποτε D.21.39 ; ὁποσοιδηποτοῦν Euc.9.12, al. ; ὁπόσοσπερ Pl.Lg.753b, X.Oec.4.5 ; ὁποσουτινοσοῦν for however large a price, Lys.22.15.    II in indirect questions, ὄφρα . . εἴπῃς ὁππόσα κήδε' ἀνέτλης Od.14.47 ; ὁπόσαι ψάμαθοι κλονέονται, καθορᾷς Pi.P.9.46 ; εἰπὲ . . ὁκόσοι τοιοῦτοι [εἰσί] Hdt.7.234 ; διαλογισώμεθα . . ὁπόσα . . πέφανται how many things he has been found to be, Pl.Sph.231d ; ἠρώτων τὸ στράτευμα, ὁπόσον εἴη X.An.4.4.17, cf. Pl.Sis.388e ; ἤρετο ὁπόσου asked for how much, at what price, Timocl.11.9.    III = ὅς, Paus.9.31.5.

German (Pape)

[Seite 362] ep. ὁππόσος u. ὁπόσσος, Sp. auch ὁππόσσος, correl. zu πόσος, relativ u. indirect fragend, wie groß, wie viel; ὁπόσα τολύπευσε σὺν αὐτῷ, Il. 24, 7; ὁππόσα κήδε' ἀνέτλης, Od. 14, 47; κτήματ' ὁπόσσα τοί ἐστι, 22, 220; ὁπόσαι δαπάναι, Pind. I. 4, 64; χὡπόσαι, P. 9, 47; Aesch. Pers. 121, öfter; Soph. Ant. 214; ὁπόσαι τῶν τεχνῶν νῦν εἴρηνται, Plat Polit. 288 d; Soph. 231 c u. öfter; – mit ἄν und conj., wie viel auch immer; ὁπόσον ἂν ᾖ, τοσοῦτον ὅλον ἀναγκαῖον εἶναι, Plat. Soph. 245 d; ὁπόσον ἂν κελεύῃ τις, τοσοῦτον ἐκπιών, Conv. 214 a; Crat. 385 d u. öfter (vgl. Xen. An. 2, 2, 21. 7, 2, 361; ὁπόσῳ πλέον ἄν – τοσούτῳ μᾶλλον, je – desto, Legg. I, 647 e; – c. opt., in indirecter Form der Rede, Xen. An. 1, 2, 1, u. zum Ausdrucke der wiederholten Handlung in der Vergangenheit, ὁπόσον δὲ προδιώξειαν οἱ Ἕλληνες, τοσοῦτον πάλιν ἐπαναχωρεῖν μαχομένους ἔδει, ibd. 3, 3, 10, vgl. 5, 1, 16.

Greek (Liddell-Scott)

ὁπόσος: Ἐπικ. ὁππόσος, ὁπόσσος, Ὅμηρ., ὅστις μεταχειρίζεται καὶ τὸν ἁπλοῦν τύπον· παρὰ μεταγεν. καὶ ὁππόσσος· Ἰων. ὁκόσος· ― συσχετ. τοῦ πόσος, ἐν χρήσει, Ι. ὡς ἀναφορ., σχεδὸν ὡς τὸ ὅσος, ἐπὶ ἀριθμοῦ, Λατ. quot, quotquot, ὁπόσα τολύπευσε σὺν αὐτῷ Ἰλ. Ω. 7· ὁππόσα κήδε’ ἀνέτλης Ὀδ. Ξ. 47· ὁπόσαι ψάμαθοι κλονέονται, καθορᾶς Πινδ. Π. 9. 83· πᾶσι θεοῖς.., ὁπόσοι τὴν Διὸς αὐλὴν εἰσοιχνεῦσιν Αἰσχύλ. Πρ. 121, πρβλ. 410, Θήβ. 929· τοσαῦτα, ὁπόσα σοι φίλον Πλάτ. Νόμ. 642D· ὁπόσους πλείστους ἐδυνάμην Ξεν. Κύρ. 4. 5, 29, κτλ.· ― παρὰ τοῖς πεζογράφοις συχνάκις ὁπ. ἄν, μεθ’ ὑποτακτ., ὁπόσοις ἂν δοκῇ Θουκ. 4. 118, πρβλ. Πλάτ. Σοφιστ. 245D, κτλ. 2) ἐπὶ ποσότητος, τόσος ὅσος· ἐπὶ μεγέθους ἢ διαστήματος, ὅσον μέγας, Λατ. quantus, ὁπόσσον ἐπέσχε, ὅσον μακρὰν ἐξετείνετο, Ἰλ. Ψ. 238· χθόνα.., ὁπόσαν καὶ φθιμένοισι κατέχειν, τόσην ὅσην ἐπιτρέπεται νὰ κατέχωσιν οἱ νεκροί, Αἰσχύλ. Θήβ. 732, πρβλ. Ξεν. Οἰκ. 4, 8· ― ἐπιρρηματικῶς κατὰ δοτ., ὁπόσῳ πλέον.., τοσούτῳ πλειόνων Πλάτ. Νόμ. 649Β· ― ὡσαύτως οὐδέτ. πληθ. ὡς ἐπίρρ., ὁπόσα.. πέφανται, καθ’ ὁπόσους τρόπους ἢ μορφάς, ὁ αὐτ. ἐν Σοφιστ. 231C. 3) προσθήκῃ ἀοριστολογικῶν μορίων, ὁποσοσοῦν, ὁσονδήποτε μέγας, Λατ. quantuscunque, Θουκ. 4. 37., 6. 56, Πλάτ. Σοφιστ. 245C· Ἰων. δοτ. πληθ. ὁκοσῃσιῶν Ἡρόδ. 5. 20· ― οὕτως, ὁποσῳδήποτε Δημ. 526. 26· ὁπόσοσπερ Πλάτ. Νόμ. 753Β, Ξεν. Οἰκ. 4, 5· ὁποσουτινοσοῦν, ἀντὶ ὁσονδήποτε μεγάλης τιμῆς, Λυσ. 165. 32. ΙΙ. ἐπὶ πλαγίας ἐρωτήσεως, εἰπὲ ..., τούτων ὁκόσοι [εἰσὶ] Ἡρόδ. 7. 234, ἠρώτων τὸ στράτευμα, ὁπόσον εἴη Ξεν. Ἀν. 4, 17, πρβλ. Πλάτ. Σίσυφ. 388Ε· ἤρετο ὁπόσου, ἠρώτησεν ἀντὶ πόσου, ἀντὶ ποίας τιμῆς, Τιμοκλῆς ἐν «Ἐπιχαιρεκάκῳ» 1. 9.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
épq. ὁππόσος et ὁπόσσος;
I. avec idée de quantité :
1 corrél. de τόσος, τοσοῦτος : aussi nombreux que : κτήματ’ ὁπόσσα τοί ἐστι OD autant de biens que tu en as ; ὁπόσους πλείστους ἐδυνάμην XÉN les plus nombreux que je pouvais;
2 dans une interrog. indir. : combien nombreux ; ἠρώτων τὸ στράτευμα ὁπόσον εἴη XÉN ils demandaient quel était le chiffre de nos forces;
II. avec idée de lieu ou d’espace, corrél. de τοσοῦτος, etc. aussi grand que ; ὁπόσσον ἐπέσχε πυρὸς μένος IL autant d’espace qu’en a occupé le feu.
Étymologie: ὁ-, thème du pron. relat. ὅς et πόσος.

English (Autenrieth)

how great, how much, how many.

English (Slater)

ὁπόσος
   a rel., = ὅσος. ἀλλὰ κρέμαται ὁπόσα χεριαρᾶν τεκτόνων δαίδαλ' ἄγων Κρισαῖον λόφον ἄμειψεν (P. 5.35) οὔτοι τετύφλωται μακρὸς μόχθος ἀνδρῶν οὐδ' ὁπόσαι δαπάναι ἐλπίδων ἔκνιξ ὄπιν† (I. 5.57)
   b introducing indir. quest. “ὅσσα τε χθὼν ἠρινὰ φύλλ' ἀναπέμπει, χὠπόσαι ἐν θαλάσσᾳ καὶ ποταμοῖς ψάμαθοι κλονέονται, εὖ καθορᾷς” (P. 9.46)