μέρος

Revision as of 14:42, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (SL_2)

English (LSJ)

εος, τό, (μείρομαι) first in h.Cer.399 (v. infr. IV), h.Merc.53 (v. infr. II.2):—

   A share, portion, Pi.O.8.77, Hdt.1.145, Berl.Sitzb. 1927.167 (Cyrene), etc.; μέρος ἔχοντα Μουσᾶν B.3.71; ἔχει δόμων μ. E.Ph.483; κτεάνων μ. A.Ag.1574 (anap.); συμβαλέσθαι τὸ μ. D.41.11; τὰ μ. τινῶν κομίζεσθαι ibid.; λαβεῖν τῆς μεθόδου τὸ μ. Arist. Pol.1295a3; of work put out to contract, allotment, IG22.463.7, 26.    2 heritage, lot, destiny, μεθέξειν τάφου μ. A.Ag.507; ἔχετον κοινοῦ θανάτου μ. S.Ant.147 (anap.); τοῦτο γὰρ . . σπάνιον μ. is a rare portion, E.Alc.474 (lyr.); ἀπὸ μέρους προτιμᾶσθαι from considerations of rank or family, Th.2.37.    II one's turn, ἐπείτε αὐτῆς μ. ἐγίνετο τῆς ἀπίξιος Hdt.3.69; μ. ἑκατέρῳ νέμειν Id.2.173; ὅταν ἥκῃ μ. ἔργων the turn or time for... A.Ch.827 (lyr.), cf. Pl.R.540b; ἀγγέλου μ. his turn of duty as messenger, A.Ag.291.    2 with Preps., ἀνὰ μέρος in turn, successively, E.Ph.478, Arist.Pol.1287a17; κατὰ μέρος h.Merc.53, Th.4.26, etc.; κατὰ μ. λέγειν severally, Pl.Tht.157b; κατὰ μέρη ἄκουε ib.182b; τὰ κατὰ μέρος the particulars, Phld.Sign. 23, D.1.22; τὸ κατὰ μ. ἄστρον ib.3.9; ἐν μέρεϊ in turn, Hdt.1.26, al.; κλῦθί νυν ἐν μ., ἀντάκουσον ἐν μ., A.Ch.332 (lyr.), Eu.198; by turns, in succession, Id.Ag.332, 1192, Th.8.93; ἐν μ. καὶ ἐφεξῆς Pl. Lg.819b; ἐν τῷ μέρει in one's turn, Hdt.5.70, E.Or.452, Ar.Ra.32, 497, Pl.Grg.462a; ἐν τῷ μ. καὶ παρὰ τὸ μ. in and out of turn, X.An. 7.6.36; παρὰ μέρος in turn, by turns, ἄρχειν Plu.Fab.10, cf. Ant. Lib.30.1, Nicom.Ar.1.8.10, Iamb.in Nic.p.33 P.; [ἡ ψυχὴ] παρὰ μ. ἐν τῇ γενέσει γίνεται καὶ ἐν τοῖς θεοῖς ἐστιν Procl.Inst.206 (but also, partially, Alciphr.3.66).    III the part one takes in a thing, μέτεστι χὑμῖν τῶν πεπραγμένων μ. E.IT1299; ὑμέτερον μ. [ἐστί] c. inf., Pl.La.180a.    2 freq. in periphrases, τοὐμὸν μέρος, τὸ σὸν μ., my or thy part, i.e. simply I or me, thou or thee, ὅσον τὸ σὸν μ. S.OT1509, cf. Ant.1062, Pl.Cri.45d: abs. as Adv., τοὐμὸν μ. as to me, οὐ καμῇ τοὐμὸν μ. S.Tr.1215, cf. E.Heracl.678; τὸ σὸν μέρος as to thee, S.OC1366; τοὐκείνου μ. E.Hec.989: rarely, κατὰ τὸ σὸν μ. Pl.Ep. 328e.    IV part, opp. the whole, ὡρέων τρίτατον μ. h.Cer.399, etc.; τρίτον κασιγνητᾶν μ., i. e. one of three sisters, Pi.P.12.11; μέρει τινὶ τῶν βαρβάρων Th.1.1; τὰ δύο μ. two-thirds, ib.104, Aeschin. 3.143, D.59.101; τρία μέρη... τὸ δὲ τέταρτον Nic.Dam.130.17 J.; οὐδὲν ἂν μέρος οὖσαι φανεῖεν τῶν . . no fraction of... i. e. infinitesimal compared with... Isoc.5.43, cf.12.54; ὅσα ἄλλα μ. ἐντὸς τοῦ Ἴστρου parts of the country, regions, Th.2.96, cf. 4.98; ξυγκαταδουλοῦν . . τὸ τῆς θαλάσσης μ., i. e. the sea as their part of the business, Id.8.46: hence, branch, business, matter, Men.Epit.17, Pk.107, Plb.1.4.2, 1.20.8, al., PRyl.127 (i A.D.); τὰ τοῦ σώματος μέλη καὶ μ. Pl.Lg.795e; division of an army, X.An.6.4.23, etc.; class or party, Th.2.37, D.18.292; of the factions in the circus, πρασίνων μ. POxy.145.2 (vi A.D.); party in a contract or lawsuit, BGU168.24 (ii A.D.), PRein.44.34 (ii A.D.); caste, Str.15.1.39:—special uses, in Geom., direction, ἐπὶ θάτερον μ. interpol. in Archim.Aequil.1.13, cf. Euc.1.27, al.: Arith., submultiple, Id.7 Def.3, 4; τὰ μ. the denominators of fractions, Hero *Stereom.2.14: Gramm., μ. τῆς λέξεως part of speech, Arist.Po.1456b20, D.H.Comp. 2: more freq. μ. λόγου D.T.634.4, A.D.Pron.4.6, al.; μ. λόγου, also, = word, S.E.M.1.159, Heph.1.4 (v. λόγος IX. 3 c); section of a document, Mitteis Chr.28.30 (iii B. C.), etc.    2 abs. as Adv., μέρος τι in part, Th.4.30, etc.; μέρος μέν τι... μέρος δέ τι . . X.Eq.1.12; τὸ πλεῖστον μ. for the most part, D.S.22.10.    b with Preps., κατά τι μέρος Pl.Lg.757e; κατὰ τὸ πολὺ μ. Id.Ti.86d; ἐκ μέρους in part, γινώσκομεν 1 Ep.Cor.13.9 (but ἐκ μ. τινός by the side of, LXX 1 Ki. 6.8; ἐκ μ. τῶν ὁρίων ib.Nu.20.16; ἐκ τοῦ ἑνὸς μέρους ib.8.2); ἐκ τοῦ πλείστου μ. for the most part, Hdn.8.2.4; ἀπὸ μέρους in part, Antip.Stoic.3.249, BGU1201.15 (i A.D.), 2 Ep.Cor.2.5; ἐπὶ μέρους Luc.Bis Acc.2; τὰς ἐπὶ μέρους γράφειν πράξεις special histories, Plb. 7.7.6; αἱ ἐπὶ μ. συντάξεις Id.3.32.10; πρὸς μέρος in proportion, Th. 6.22, D.36.32.    3 ἐν μέρει τινὸς τιθέναι, etc., to put in the class of... consider as so and so, εἰ ἐν ἀρετῆς τιθεῖς μέρει τὴν ἀδικίαν Pl.R.348e; οὐ τίθημ' ἐν ἀδικήματος μ. D.23.148; also ἐν τεκμηρίου μ. ποιεῖσθαι τἀδίκημα Id.44.50; ἐν οὐδενὸς εἶναι μ. to be as no one, Id.2.18; μήτ' ἐν ἀνθρώπου μ. μήτ' ἐν θεοῦ ζῆν Alex.240.2; ἐν προσθήκης μ. as an appendage, D.11.8; ἐν ὑπηρέτου καὶ προσθήκης μ. γίγνεσθαι Id.3.31; ἐν χάριτος μ. Id.21.165; τοῦτ' ἐν εὐεργεσίας ἀριθμήσει μ. ib.166; ἐν ἰδιώτου μ. διαγαγεῖν Isoc.9.24; ὡς ἐν παιδιᾶς μ. Pl.R.424d; also εἰς εὐεργεσίας μέρος καταθέσθαι D.23.17.    4 in local sense, district, POxy.2113.25 (iv A.D.).    5 in Neo-Platonism, by way of species or element, ἐν μέρει καὶ ὡς στοιχεῖον Dam.Pr.193; οὕτω ὁ μέγας Ἰάμβλιχος ἐνόησεν τὸ ἓν ὂν ἐν μέρει ἑκάτερον ib.176; πάντα μὲν ἅμα, ἐν μέρει δὲ ἕκαστον Plot.3.6.18.

German (Pape)

[Seite 135] τό, 1) Theil, Antheil, so Viel von einer Sache auf den Einzelnen kommt; Pind. P. 12, 11 u. öfter; ἤδη με γηραιὸν μέρος ἁλικίας ἀμφιπολεῖ, P. 4, 157; μεθέξειν φίλτατον τάφου μέρος, Aesch. Ag. 493 (vgl. μετέχειν τὸ μέρος τῶν δεινῶν ὥςπερ τῶν ἀγαθῶν μετέχουσιν, Lys. 31, 5; κάλλους γὰρ πλεῖστον μέρος μετέσχεν, Isocr. 10, 54); εἰς ἡμέρας μέρος βραχὺ δός μοι σεαυτόν, Soph. Phil. 83; εἰ δείματός γ' ἔχει μέρος, wer dieser Furcht theilhaftig, O. R. 294; ἔχετον κοινοῦ θανάτου μέρος ἄμφω, Ant. 147; ἕως φροντίδος λάβῃ μέρος, Tr. 148; τὸ ἐμὸν οἴχεται βίου τὸ πλέον μέρος ἐν στοναχῇσι, Eur. Or. 203; παγκληρίας μέρος κατασχεῖν, Suppl. 15; μέτεστιν ὑμῖν τῶν πεπραγμένων μέρος, I. T. 1299; μέχρι τρίτου μέρους ὥρας, Plat. Legg. VI, 784 a, öfter, wie bei den Folgdn, der Theil im Ggstz des Ganzen, τοῦ ναυτικοῦ μέγα μέρος, u. ä. Thuc. τοῦ ποταμοῦ κρατοῦντες καὶ τῆς Μέμφιδος τῶν δύο μερῶν, πρὸς τὸ τρίτον μέρος ἐπολέμουν, 1, 104, da sie zwei Drittel von Memphis in ihrer Gewalt hatten; (u. so sind immer τὰ πέντε μέρη fünf Sechstel, τὰ ὀκτὼ μέρη acht Neuntel u. s. w.); μέρος τι, zum Theil, 4, 30; κατά τι μέρος, Plat. Legg. VI, 757 d; κατὰ τὸ πολὺ μέρος, größtentheils, Tim. 86 d. – 2) die Theilnahme an Etwas, Gemeinschaft mit Anderen; μέρος ἑκατέρῳ νέμω, jedem seine Rolle anweisen, Her. 2, 173; τὰ δ' ἄλλα πράξω κοὐ καμεῖ τοὐμὸν μέρος, Soph. Tr. 1215, d. h. ich für meinen Theil werde nicht ermüden; dah. die Reihe, die jeden trifft, ἐπεί τε αὐτῆς μέρος ἐγίνετο τῆς ἀπίξιος παρὰ τὸν Μάγον, da sie die Reihe traf, Her. 3, 69; κατὰ μέρος, der Reihe nach, abwechselnd, H. h. Merc. 53; πάντων ἐρήμους πλὴν ὅσον τὸ σὸν μέρος, so Viel auf dich kommt, so Viel an dir liegt, Soph. O. R. 1509 u. öfter; – τὸ σὸν μέρος, Soph. Ant. 1049; Eur. Rhes. 405; τοὐμὸν μέρος, Heracl. 678; τὸ αὑτοῦ μέρος, Plat. Phaedr. 256 a; τὸ σὸν μέρος, ὅ τι ἂν τύχωσι, τοῦτο πράξουσι, Crit. 45 d; auch κατὰ τὸ σὸν μέρος, u. μέρος ὅσον ἐπὶ σοὶ γέγονε, Ep. VII, 328 e; ἤδη ὑμέτερον μέρος συμβουλεύειν, es ist eure Rolle, Sache, Lach. 180 a; ἐγὼ ἐρῶ ἐν τῷ σῷ μέρει – σὺ δ' ἐν τῷ ἐμῷ, »an deiner, meiner Stelle«, Conv. 185 d; ἐν μέρει, der Reihe nach, Einer nach dem Andern, κλῦθί νυν, ὦ πάτερ, ἐν μέρει, πολυδάκρυτα πένθη, Aesch. Ch. 329; ἀντάκουσον ἐν μέρει, Eum. 189; ἔπος δ' ἀμείβου πρὸς ἔπος ἐν μέρει τιθείς, 556; ἀκούσας σοῦ τε τῆσδέ τ' ἐν μέρει, Eur. Hec. 1130; in Prosa, κατὰ ἔθνεα κεκοσμημένοι ἐν μέρει ἐμάχοντο, Her. 7, 212, vgl. 1, 26; λέγοντάς τε καὶ ἀκούοντας ἐν μέρει, Plat. Prot. 347 d; ἐν τῷ μέρει ἐρωτῶν τε καὶ ἐρωτώμενος, Gorg. 462 e; auch bei Folgdn; oft mit ἕκαστος verbunden, ἕκαστον ἐν μέρει λόγον περὶ Ἔρωτος εἰπεῖν, jeder, an den die Reihe komme, Alle der Reihe nach sollten sprechen, Plat. Conv. 214 b; Xen. πολλὰ κινδυνεύσαντα καὶ ἐν τῷ μέρει καὶ παρὰ τὸ μέρος, wenn die Reihe an ihn kam, so Viel auf seinen Antheil kam, u. außer der Reihe, außer dem, wozu er verpflichtet war, An. 7, 6, 36; vgl. Arr. An. 3, 26, 8; ἐν μέρει καὶ αὐτός, ich meinerseits wieder, Luc. Nigr. 3. – 3) Anders sind die Verbindungen, wo ἐν μέρει eigtl. »in der Klasse, Abtheilung« bedeutet u. im Deutschen oft durch »als«, »für« zu übersetzen ist, οὐκ ἀποδεχόμενοι ὡς ἐν οὐσίας μέρει, Plat. Theaet. 155 e; εἰ ἐν ἀρετῆς καὶ σοφίας τίθης μέρει τὴν ἀδικίαν, wenn du die Ungerechtigkeit zu der Tugend u. Weisheit rechnest, sie als Tugend ansiehst oder gelten läßt, Rep. I, 348 e; ὡς ἐν παιδιᾶς γε μέρει, IV, 424 d; ἐν σκώμματος μέρει παραφέρει ἑαυτόν, Aesch. 1, 125, zum Spott; ἐν προσθήκης μέρει, Dem. 2, 14, wie ein Anhang, verachtet; ἐν οὐδενὸς εἶναι μέρει, für Nichts gelten, ib. 18; εἰς εὐεργεσίας μέρος καταθέσθαι, 23, 17, als Wohlthat anrechnen; οὐ δίκαιόν ἐστιν ἐν τεκμηρίου μέρει ποιεῖσθαι τἀδίκημα, 44, 50; ἀγγέλου μέρος, das Botenamt, Aesch. Ag. 282; Thuc. 2, 37 sagt von der Demokratie, daß in ihr, ὡς ἕκαστος ἔν τῳ εὐδοκιμεῖ, οὐκ ἀπὸ μέρους (nicht weil er von einer bestimmten, bevorrechteten Klasse ist) τὸ πλεῖον ἐς τὰ κοινὰ ἢ ἀπ' ἀρετῆς προτιμᾶται. – Κατὰ μέρος, einzeln, Plat. Theaet. 157 b Soph. 246 c, wie κατὰ μέρη οὖν ἄκουε Theaet. 182 b.

Greek (Liddell-Scott)

μέρος: -εος, συνῃρ. ους, τό, (μείρομαι)· - μέρος, μερίδιον, πρώτον ἐν Ἡροδ. 1. 145, Πινδ., κλ. 2) τὸ μερίδιόν τινος, ἡ κληρονομία, τὸ ἀναλογοῦν εἰς ἕκαστον, κλῆρος, τὸ ὑπὸ τῆς μοίρας ὡρισμένον, ὡς τὸ μοῖρα, μεθέξειν τάφου μ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 507, πρβλ. Χο. 291, Σοφ. Ἀντ. 147· τὸ γὰρ ἐν βιότῳ σπάνιον μέρος, διότι τοῦτο ἐν τῷ βίῳ εἶναι σπανία τύχη, ἔνθα ἐξυπακ. τὸ τοιαύτης κῦρσαι, Εὐρ. Ἄλκ. 474· ἀπὸ μέρους προτιμᾶσθαι, ἕνεκα κοινωνικῆς θέσεως ἢ καταγωγῆς, Θουκ. 2. 37. ΙΙ. ἡ «σειρά» τινος, ἡ «ἀράδα», Λατ. vices, ἐπεί τε αὐτῆς μέρος ἐγίνετο τῆς ἀπίξιος παρὰ τὸν Μάγον, ὅτε ἦλθεν ἡ σειρά της νὰ ὑπάγῃ εἰς τὸν Μάγον, Ἡρόδ. 3. 69· μ. ἑκατέρῳ νέμειν ὁ αὐτ. 2. 173· ὅταν ἥκῃ μ. ἔργων, ἡ σειρά, ὁ καιρὸς τῶν ἔργων..., Αἰσχύλ. Χο. 827, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 540Β· ἀγγέλου μ., ἡ σειρά του ὡς ἀγγελιαφόρου, Αἰσχύλ. Ἀγ. 291· λαβεῖν τὸ μ. τινὸς Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 10, 1. 2) μετὰ προθέσεως, ἀνὰ μέρος, κατὰ σειράν, ἀλληλοδιαδόχως, ὁ εἷς μετὰ τὸν ἄλλον, Εὐρ. Φοίν. 478, 483, Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 16, 3· οὕτω, κατὰ μέρος Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 53, Θουκ. 4. 26, κτλ.· ἢ κατὰ μ. ἢ κατὰ γένος, ὅ ἐστι, λαμβάνειν ἀξίωμα κατὰ σειρὰν ἢ κατὰ τὸ δίκαιον διαδοχῆς, Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 15, 2· κατὰ μ., ὡσαύτως, χωριστά, Πλάτ. Θεαίτ. 157Β· κατὰ μέρη αὐτόθι 182Α· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ παρὰ μέρος Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 2, 7· - ἐν μέρει, κατὰ σειράν, Ἡρόδ. 1. 26, κ. ἀλλ.· κλῦθι νῦν ἐν μ., ἀντάκουσον ἐν μ. Αἰσχύλ. Χο. 332, Εὐμ. 198· (ἀλλ’ ὡσαύτως ὡς τὸ ἀνὰ μέρος, κατὰ σειράν, ἐκ διαδοχῆς, ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 332, 1192, Θουκ. 8. 93)· ἐν τῷ μέρει, ἐν τῇ σειρᾷ τινος, Ἡρόδ. 5. 70, Εὐριπ. Ὀρ. 452, Ἀριστοφ. Βάτρ. 32, 497· ἐν τῷ μ. καὶ παρὰ τὸ μ., εἰς τὴν σειρὰν καὶ παρὰ τὴν σειράν, Ξεν. Ἀν. 7. 6, 36· οὕτω καί, τὸ μέρος, ἀπολ., ἄρχομεν τὸ μ. Ἡρόδ. 1. 120, πρβλ. 2. 173. ΙΙΙ. τὸ μέρος ὅπερ λαμβάνει τις ἔν τινι, ἢ τὸ μέρος ὅπερ ὁρίζεται εἴς τινα, ἐστί τι μ. τινὶ Πινδ. Ο. 8. 102· μέτεστί τινος μ. τινὸς Εὐρ. Ι. Τ. 1299· μετέχειν μ. τινὸς Αἰσχύλ. Ἀγ. 507, κτλ.· ἔχειν, λαβεῖν, λαχεῖν μ. τινὸς Σοφ. Ἀντ. 147, κτλ.· ὑμέτερον μ. [ἐστί], μετ’ ἀπαρ., Πλάτ. Λάχ. 180Α. 2) συχνάκις, τοὐμὸν μέρος, τὸ σὸν μ., τὸ μέρος μου, τὸ μέρος σου, δηλ. ἁπλῶς, ἐγὼ ἢ ἐμέ, σὺ ἢ σέ, ὅσον τό σὸν μ. Σοφ. Ἀντ. 1062, πρβλ. Ο. Τ. 1509· καὶ ἀπολ. ὡς ἐπίρρ., τοὐμὸν μ., ὡς πρὸς ἐμέ, Λατ. quod ad me attinet, οὐ καμεῖ τοὐμὸν μ. ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 1215, πρβλ. Εὐρ. Ἡρακλ. 678· τὸ σὸν μέρος, ὡς πρὸς σέ, Σοφ. Ο. Κ. 1366· τοὐκείνου μ. Εὐρ. Ἑκ. 989, κτλ.· σπανίως, κατὰ τὸ σόν μ. Πλάτ. Ἐπιστ. 328Ε. ΙV. μέρος, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ὅλον, ἡμέρας μ., κτεάνων μ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 557, 1573· μέρει τινὶ τῶν Βαρβάρων Θουκ. 1. 1· τὰ δύο μέρη, τὰ δύο τρίτα, ὁ αὐτ. 1. 104, κ. ἀλλ.· ὅσα ἄλλα μέρη ἐντὸς τοῦ Ἴστρου, μέρη τῆς χώρας, χῶραι, ὁ αὐτ. 2. 96, πρβλ. 4. 98· ξυγκαταδουλοῦν... τὸ τῆς θαλάσσης μ., δηλ. τὸ ἀποβλέπων τὴν θάλασ- ἢ καθ’ ὅσον ἀφορᾷ τὴν θάλασσαν, ὁ αὐτ. 8. 46· τὰ τοῦ σώματος μέρη Πλάτ. Νόμ. 795Ε· τάγμα στρατοῦ, Ξεν. Ἀν. 6. 4, 23, κτλ.· τὰ πέντε μ., πέντε ἕκτα, τὰ ὀκτὼ μ., ὀκτὼ ἔνατα, κτλ. 2) ἀπολ. ὡς ἐπίρρ., τό μέρος, ἐν μέρει, μέρος τι Θουκ. 4. 30, κτλ.· μέρος μέν τι.., μέρος δέ τι.., Ξεν. Ἱππ. 1, 12· τὸ πλεῖστον μ., κατὰ τὸ πλεῖστον, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, Διοδ. Ἀποσπ. 498. 67· - οὕτω μετὰ προθέσ., κατὰ τι μέρος Πλάτ. Νόμ. 757D, πρβλ. Τίμ. 86D· -ἐπὶ μέρους Λουκ. Δὶς κατηγ. 2· τὰς ἐπὶ μέρους γράφειν πράξεις, γράφειν ἰδιαιτέρας ἱστορίας, Πολύβ. 7. 7, 6· οὕτω, αἱ ἐπὶ μ. συντάξεις ὁ αὐτ. 3. 32, 10· - ἐκ τοῦ πλείστου μέρους Ἡρῳδιαν. 8. 2· - πρὸς μέρος ἀναλόγως, Θουκ. 6. 22, πρβλ. Δημ. 954. 15. 3) ἐν μέρει τινὸς τιθέναι, ποιεῖσθαι, καταθέσθαι, λαβεῖν, κτλ., ὡς τὸ ἐν μοίρᾳ, ἐν ἀριθμῷ, ἐν λόγῳ ποιεῖσθαι, Λατ. in numero habere, Stallb. εἰς Πλάτ. Πολ. 424D· ἐν οὐδενὸς εἶναι μέρει τὸν τοιοῦτον, ὁ τοιοῦτος θεωρεῖται ἀνάξιος λόγου, μηδενὸς ἄξιος, Δημ. 23. 14· μήτ’ ἐν ἀνθρώπου μέρει μήτ’ ἐν θεοῦ ζῆν Ἄλεξ. ἐν «Ὕπνῳ» 1. 2 (οὕτω, οὐδὲν ἂν μέρος οὖσαι φανεῖεν τῶν διὰ Θηβαίους καὶ Λακεδαιμονίους ἡμῖν γεγενημένων, θὰ ἐφαίνοντο μηδὲν ἐν συγκρίσει πρὸς τὰς συμφορὰς ἃς ὑπέστημεν ἐκ τῶν Θηβ. κ. Λακ., Ἰσοκρ. 90Ε, πρβλ. 243Ε)· ἐν προσθήκης μέρει, ὡς πρόσθετον, ὡς παράρτημα, Δημ. 22. 4· ἐν ὑπηρέτου μέρει γίγνεσθαι ὁ αὐτ. 37. 4· ἐν χάριτος μέρει ὁ αὐτ. 568. 1· ταῦτ’ ἐν εὐεργεσίαις ἀριθμήσει μέρει αὐτόθι 5, κτλ.· πρβλ. μερὶς ΙΙ.

French (Bailly abrégé)

ion. -εος, att. -ους (τό) :
I. partie, càd :
1 partie, part, portion en gén. ; au pl. accompagné d’un n. de nombre, marque une fraction touj. inférieure d’une part au total : τὰ δύο μέρη, les deux tiers ; τὰ τρία μέρη, les trois quarts ; μέρος τι THC en partie ; μέγα μέρος PLAT en grande partie ; κατὰ μέρος THC en partie, partiellement ; ἐπὶ μέρους LUC ou ἀπὸ μέρους THC m. sign.
2 t. milit. partie d’une armée ; particul. ἐν τοῖς μέρεσι ESCHN parmi les jeunes soldats, les conscrits;
3 part de suffrages, d’ord. le 5ᵉ, nécessaire pour une élection;
II. part d’action, de temps, d’autorité, etc. attribuée à qqn ou à qch, càd :
1 fonction, charge, rôle : ὅσον τὸ σὸν μέρος, ou simpl. τὸ σὸν μέρος SOPH pour ce qui te concerne, pour ta part ; ἐν μέρει ποιεῖσθαί τινα ou τι, compter qqn ou qch pour qch ; ἐν οὐδενὸς εἶναι μέρει, ne compter pour rien;
2 tour, alternance : ἐπεί τε αὐτῆς μέρος ἐγένετο τῆς ἀπίξιος HDT quand son tour fut venu d’approcher ; ἐν μέρει, ἐν τῷ μέρει, à son tour, tour à tour ; κατὰ μέρος, m. sign. ; ἐγὼ δ’ ἐν τῷ μέρει XÉN pour moi à mon tour;
3 part d’action ou de résolution ; action ou résolution, p. ext. chose en gén.
Étymologie: R. Μερ, Σμερ, partager ; cf. μείρομαι.

English (Slater)

μέρος (-ος nom., acc.)
   1 part, portion ἔστι δὲ καί τι θανόντεσσιν μέρος κὰν νόμον ἐρδόμενον (ἐρδομένων coni. Er. Schmid: “ihren Anteil, der nach dem Herkommen geopfert wird”, Wil.) (O. 8.77) ἐν παισὶ νέοισι παῖς ἐν ἀνδράσιν ἀνήρ, τρίτον ἐν παλαιτέροισι, μέρος ἕκαστον οἷον ἔχομεν βρότεον ἔθνος (N. 3.73) c. gen., τὸν μὲν ὀξείαισι θύγατρες ἐρήμωσαν πάθαις εὐφροσύνας μέρος (P. 3.98) “ἀλλ' ἤδη με γηραιὸν μέρος ἁλικίας ἀμφιπολεῖ” (P. 4.157) c. ordinal adj., παισὶ τούτοις ὄγδοον θάλλει μέρος Ἀρκεσίλας as eighth in line (P. 4.65) Περσεὺς ὁπότε τρίτον ἄυσεν κασιγνητᾶν μέρος ἐνναλίᾳ Σερίφῳ λαοῖσί τε μοῖραν ἄγων i. e. Medusa, one of the three Gorgon sisters (P. 12.11) ὃς ἀναίνετο αὐταρχεῖν πολίων δ' ἑκατὸν πεδέχειν μέρος ἕβδομον Πασιφάας λτ;σὺνγτ; υἱοῖσι (Pae. 4.38) [[[ἐξοπίσω]] μέρος ἔσσεσθαι (γέρας v. l.) (O. 7.68) ]