ἀμυδρός
ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar
English (LSJ)
ά, όν,
A dim, faint, obscure: 1 of impressions on the eye, ἀ. χοιράς a rock dimly seen through water, Archil.129; ἀ. γράμματα scarce legible letters, Th.6.54; ἀ. φέγγος, χρῶμα, Arist.Mete.343b13, 372a2; ἀ. τὰ εἴδη τῶν ἰχθύων, σκιὰς μᾶλλον ἢ ἰχθῦς εἰκάσεις (in a painting) Paus.10.28.1. Adv. ἀμυδσῶς, βλέπειν, ὁρᾶν, Arist.HA537b11, 556b19; ἀ. μιμεῖσθαί τι represent its form obscurely, ib.502b9; ἀ. ἔχειν to be ill-defined, PA 668a3. 2 generally, faint, weak, σφυγμὸς ἀ. τὸν τόνον Aret.CA2.3, cf.SD1.12; τυπαί Nic.Th.358 (Comp.). 3 of impressions on the mind, vague, ἀ. εἶδος Pl.Ti.49a; ἀ. πρὸς ἀλήθειαν faint in comparison with truth, Id.R.597a; δι' ἀμυδρῶν ὀργάνων by imperfect organs, Id.Phdr.250b, cf. Tht.195a; μαντεῖα ἀμυδρότερα τοῦ τι σαφὲς σημαίνειν too obscure... Id.Ti.72b; ἀ. ἐλπίς Plu.Alc.38; ἀ. λόγος [Longin.] Rh.p.195H.; -ότερα σχήματα Aps.p.327 H.; συναίσθησις Dam.Pr.81 (Sup.), etc. Adv. -ῶς καὶ οὐθὲν σαφῶς Arist.Metaph.985a13, cf. 988a23; faintly, of one near death, Max.Tyr.16.2: Comp. ἀμυδρότερον Pl. Sph.250e, Plu.2.1025d.
German (Pape)
[Seite 130] ά, όν (vgl. ἀμαυρόσἶ), dunkel, schwer zu erkennen, γρἀμματα, unleserlich, Thuc. 6, 54; Dem. 59. 76; P1ut. Rom. 7; φῶς Luc. A1ex. 17; ἀμοδρὰ ναὶ ἀσαφὴς τὸ χρῶμα Plsc. 16; ἀμοδρὸν βλέπειν Ael. V. H. 6, 12. Uebh. schwach, ὄργανα, ὄνομα, Plat. Phaedr. 250 b Rep. VII, 533 d u. sster; ἐλπίς Plut. Alc. 58, u. ähnl. εἴδωλα (wofür vorher κεναὶ ἐλπίδες) Crinag. 33 (IX, 234). – Bei Archil. 98 χοιράς, verborgene, verderbliche Klippe. – Adv., ἀμνδρότερον ἀναφαίνεσθαι, minder deutlich, Plat. Soph. 250 e; καὶ κακῶς μιμεῖσθαι, schwach, Ae 1. H. A. 2, 8.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμυδρός: -ά, -όν, ὅμοιον τῷ ἀμαυρός, ἀσαφής, σκοτεινός, μόλις φαινόμενος: 1) ἐπὶ ἐντυπώσεων ἐπὶ τοῦ ὀφθαλμοῦ, ἀμυδρὰ χοιράς, βράχος μόλις διακρινόμενος διὰ τοῦ ὕδατος, Ἀρχίλ. 55· (οὕτως ἐν Παυσ. 10. 28, 1, ἀναγινώσκομεν περὶ εἰκόνος τινὸς τοῦ Πολυγνώτου, ἀμυδρὰ οὕτω δή τι τὰ εἴδη τῶν ἰχθύων, - σκιὰς μᾶλλον ἢ ἰχθῦς εἰκάσεις)· ἀμ. γράμματα, μόλις διακρινόμενα, Θουκ. 6. 45, πρβλ. Πλάτ. Θεαίτ. 195Α· ἀμ. φέγγος, χρῶμα Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 6, 12., 3. 2, 4: - Ἐπίρρ. ἀμυδρῶς βλέπειν, ὁρᾶν, ὁ αὐτ. Ἱστ. Ζ. 4. 10, 13., 5. 30, 8· ἀμ. μιμεῖσθαί τι, μιμεῖσθαί τι οὐχὶ ἐναργῶς, αὐτόθι 2. 8, 6· ἀμ. ἔχειν, ἀσαφῶς, οὐχὶ ἐναργῶς ἔχειν, ὁ αὐτ. περὶ Γεν. Ζ. 3. 5, 6. 2) ἐπὶ ἐντυπώσεων γινομένων ἐπὶ τῆς διανοίας, ἀμ. εἶδος, σκιώδης μορφή, Πλάτ. Τίμ. 49Α· ἀμ. πρὸς ἀλήθειαν, ἀσαφὴς ἐν συγκρίσει πρὸς τὴν ἀλήθειαν, ὁ αὐτ. Πολ. 597Α· δι’ ἀμυδρῶν ὀργάνων, δι’ ἀτελῶν ὀργ., ὁ αὐτ. Φαῖδρ. 250Β· μαντεῖα ἀμυδρότερα τοῦ τι σαφὲς σημαίνειν, λίαν ἀσαφῆ ὥστε..., ὁ αὐτ. Τίμ. 72Β· ἀμ. ἐλπὶς Πλούτ. κτλ.: - Ἐπίρρ. ἀμ. καὶ οὐθὲν σαφῶς Ἀριστ. Μεταφ. 1. 4, 4· ἀμ. θιγγάνειν τινὸς αὐτόθι 1. 7, 1. - Συγκρ. ἀμυδρότερον Πλάτ. Σοφ. 250Ε. (Ἡ παραγωγὴ τῆς λέξεως εἶναι ἄγνωστος, πρβλ. ἀμαυρός).
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
obscur, difficile à reconnaître, indistinct.
Étymologie: cf. ἀμαυρός.
Spanish (DGE)
-ά, -όν
• Alolema(s): poét. ἀμυδρή Archil.229, Nic.Th.373
• Prosodia: [ᾰ-]
I 1poco visible, borroso, apenas distinguible χοιράς Archil.l.c., γράμματα Th.6.54, D.59.76, Paus.6.15.8, D.C.37.9.2, ὄψις Pl.Epin.985b, χρώματα Arist.Mete.372a2, cf. Luc.Pisc.16, φέγγος Arist.Mete.343b13, Longin.17.2, δάκος Nic.Th.158, γραμμή Plu.2.564d, ἀγάλματα Paus.9.11.3, τὰ εἴδη τῶν ἰχθύων Paus.10.28.1, φῶς Ph.1.638, cf. Diocl.Fr.175
•fig. vago, confuso εἶδος Pl.Ti.49a, (ἐκμαγεῖα) Pl.Tht.195a, ἀ. τι τυγχάνει ὂν πρὸς ἀλήθειαν Pl.R.597a, ἐλπίς Plu.Alc.38, εἴδωλα ψυχῆς AP 9.234 (Crin.), τύπος Ph.1.279
•oscuro, desconocido ἀμύδρων ἄνδρων παλάων Alc.169 a 4.
2 casi imperceptible, débil, flojo τυπαί Nic.Th.358, τις οἷον ἠχώ Plu.2.745e, πνεύματα Heraclit.All.16, σφυγμός Aret.CA 2.3.8, SD 1.7.2, cf. Gal.8.659.
3 poco inteligible, oscuro de la acción favorable o nociva de ciertos elementos en el cuerpo, op. φανερός Hp.Aff.47, μαντεῖα Pl.Ti.72b, τεκμήρια D.35 praef., λόγος Longin.Rh.p.195, cf. D.H.Comp.94.4.
4 insignificante, débil, sin vigor de cierto animal, Nic.Th.195, τὸ μὲν δῆγμα ἀ. Philum.Ven.27.2
•fig. παραδείγματα D.Chr.3.50, cf. 37.11, ζωή Plu.2.415c, βροτῶν γένος Man.4.538.
II débil, corto de vista ὄψεις Plu.2.920d, γλήνῃσιν ἀμυδρή Nic.Th.373, ἀ. τὰς ὄψεις Ph.1.442
•fig. ὄργανα Pl.Phdr.250b, συναίσθησις Phld.Rh.2.6.
III adv. -ῶς
1 borrosamente βλέπειν Arist.HA 537b11, ὁρᾶν Arist.HA 556b19, Paus.8.37.7, Ph.1.538, ἀκούειν Pall.V.Chrys.19 (M.47.70), τὴν δ' ἔνια μὲν ἀμυδρῶς ἔνια δ' ἀφανῶς (ἔχει) Arist.PA 668a1.
2 débilmente ἀ. καὶ ἐγγύτατα θανάτου Max.Tyr.10.2.
3 vaga, imprecisamente ποιεῖν Arist.Metaph.985a13, πάντες ἀ. ... φαίνονται θιγγάνοντες Arist.Metaph.988a23, αἰνίττεσθαί τι Synes.Prouid.M.66.1248C.
• Etimología: Emparentado c. ἀμυδᾶναι. A pesar de dificultades formales, cf. ἀμαυρός.