δύσκολος

From LSJ
Revision as of 12:26, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_12)

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δύσκολος Medium diacritics: δύσκολος Low diacritics: δύσκολος Capitals: ΔΥΣΚΟΛΟΣ
Transliteration A: dýskolos Transliteration B: dyskolos Transliteration C: dyskolos Beta Code: du/skolos

English (LSJ)

ον, (κόλον):    I of persons, prop. hard to satisfy with food (cf. Ath.6.262a): but, generally, hard to please, discontented, fretful, peevish, Ar.V.942; γῆρας E.Ba.1251; δ. ψυχὴ καὶ ἀγρία Pl.Lg.649e, cf. Arist.EN1108a30, etc.; τὸ δ. Pl.Lg.791c; of animals, intractable, Id.Tht.174d (Comp.): so in Adv. δυσκόλως, ἔχειν, διακεῖσθαι πρός τινα, D.19.132, Isoc.3.33; δυσκολώτερον διακεῖσθαι Pl. Phd.84e.    II of things, troublesome, harassing, δ. ἡ ἡνιόχησις Id.Phdr.246b; πυρετοί Hp.Coac.38: generally, unpleasant, ἄν τι δ. συμβῇ D.18.189, cf. Men.89; εἴ τι δ. πέπρακται Θηβαίοις πρὸς ἡμᾶς D. 18.176; καιροὶ δ. difficult times, IG22.682.33. Adv. -λως, ὑπακούειν Hp.Epid.3.8.    2 difficult to explain, Arist.SE180b5, Metaph.1001b1; δ. ἐστι it is difficult, Ev.Marc.10.24, cf. Onos.1.15 (Comp.); τὰ μὲν ῥάδια . . τὰ δὲ δ. Phld.Po.994.24. Adv. -λως hardly, with difficulty, Ev.Marc.10.23,al.

German (Pape)

[Seite 683] (von κόλον nach Ath. VI, 262 a, d. i. δυσάρεστος καὶ σικχός), schwer zu befriedigen, unzufrieden, mürrisch; γῆρας Eur. Bacch. 1249; γερόντιον Ar. Equ. 42; καὶ χαλεπός Vesp. 942; Plat. oft auch von Sachen, schwierig, καὶ χαλεπὴ ἡνιόχησις Phaedr. 246 b; θεραπεία Theag. 121 b; πρός τι Rep. III, 407 b; Folgde, z. B. Arist. Eth. 4, 6 ὁ πᾶσι δυσχεραίνων – δύσερις καὶ δύσκολος. – Adv., δυσκόλως, z. B. ἔχειν Isocr. 4, 129; πρός τι, 3, 1; δυσκολώτερον διάκειμαι Plat. Phaedr. 84 a.

Greek (Liddell-Scott)

δύσκολος: -ον, (κόλον): Ι. ὁ ἀηδῶς ἔχων περὶ πᾶσαν τροφήν, σικχὸς (πρβλ. Ἀθην. 262Α)· καθόλου, δυσκόλως εὐχαριστούμενος, δύστροπος, ἰδιότροπος, παράξενος, Εὐρ. Βάκχ. 1251, Ἀριστοφ. Σφηξ. 942, Πλάτ., κτλ· πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 6, 2· ἐπὶ ζῴων, δυσπειθής, ἀτίθασος, Πλάτ. Θεαιτ. 174D· οὕτως ἐν τῷ ἐπιρρ. δυσκόλως ἔχειν Ἰσοκρ. 67C, Δημ. 381. 29, κτλ.· δυσκολώτερον διακεῖσθαι Πλάτ. Φαίδωνι 84Ε. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, ἐνοχλητικῶς, καταπονῶν, δ. ἡ ἡνιόχησις ὁ αὐτ. 246Β· ἐπὶ νόσων, δύσκολοι πυρετοὶ Ἰππ. 122Η, κτλ., ἴδε Foës. Οἰκον.· καθόλου, δυσάρεστος, Δημ. 291. 21, Μένανδ. Βοιωτ. 2· τὸ δύσκολον Πλάτ. Νόμ. 791C. 2) δυσεξήγητος, δυσερμήνευτος, Ἀριστ. Σοφ. Ἐλέγχ. 25, 3, Μεταφ. 2. 4, 30· δ. ἐστι Εὐγγ. κ. Μᾶρκ. 10. 24. - Ἐπίρρ. -λως, μετὰ δυσκολίας, αὐτόθι 10. 23 κ. ἀλλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 d’humeur difficile, morose, chagrin;
2 en parl. de choses déplaisant, désagréable.
Étymologie: pê p. *δύσπολος, inabordable, de δυσ-, πέλομαι -- DELG rapprochement avec κέλομαι guère plus convainquant qu’avec πέλομαι.

Spanish (DGE)

-ον
I de pers.
1 malhumorado, irritable σὺ ... χαλεπὸς ὢν καὶ δ. Ar.V.942, τὸ ὑίδιον Ar.V.1356, δικαστής Ar.Pax 349, χρῆσται Ar.Nu.240, cf. Eq.42, Lys.1030, Plu.2.767c, Hierocl.Facet.183, κοὐ δύσκολ', ἀλλὰ πρᾶο Ar.Th.1211, ἐν ... τῇ συνουσίᾳ δύσκολοι X.Cyr.2.2.2, ἀηδὴς δύσερίς τις καὶ δ. Arist.EN 1108a30, δ. εἰμί τις ἄνθρωπος D.6.30, οὐδείς ἐστιν οὕτω δ. τὴν φύσιν Aeschin.3.59, ἄνθρωποι ... δύσκολοι γίνονται πρὸς τοὺς φίλους Plb.32.11.8, δύσκολε δαίμων prob. ref. Hades IUrb.Rom.1481 (imper.), οἱ πικροὶ ... καὶ δύσκολοι Plu.2.463a, cf. Phld.Elect.10.19, D.Chr.33.15, Philostr.VS 508
neutr. adv. δυσκολώτερον ... διακεῖσθαι estar de peor humor Pl.Phd.84e, cf. Isoc.19.26, μή τις ἀπαντήσῃ ... δύσκολον Phld.Sign.21.35; Δύσκολος tít. de una comedia de Menandro, Ath.146e, de Mnesímaco, Ath.359c
por meton. δ. ψυχὴ καὶ ἀγρία ref. al carácter, Pl.Lg.649e, cf. Ph.1.384, ἡ μὲν τρυφὴ δύσκολα καὶ ἀκράχολα ... τὰ τῶν νέων ἤθη ἀπεργάζεται Pl.Lg.791d
tb. de anim. οὐδὲ ἡμῶν ζῷον ... δυσκολώτερον ningún animal es más irritable que nosotras dicen las avispas, Ar.V.1105, cf. Pl.Tht.174d
neutr. subst. τὸ δ. el mal humor Pl.Lg.791c.
2 difícil de satisfacer en rel. a la comida ὁ δ., ὅς ἐστι δυσάρεστος καὶ σικχός Ath.262a.
II de abstr. y cosas
1 desagradable, enojoso τὸ γῆρας E.Ba.1251, βίος Ar.Pl.263, χαλεπὴ δὴ καὶ δ. ... ἡ περὶ ἡμᾶς ἡνιόχησις Pl.Phdr.246b, πυρετοί Hp.Coac.38, εἴ τι δ. πέπρακται Θηβαίοις πρὸς ἡμᾶς D.18.176, τὰ γεγονότα ... δύσκολα τοῖς Ἕλλησιν Plb.27.10.3, πόνος Ph.1.255, πράγματα Diog.Oen.40.4, οὐδὲν δ. ἔνι ἐπὶ τῆς οἰκίας σου POxy.1218.5 (III d.C.)
neutr. plu. subst. τὰ δύσκολα las molestias Arr.Epict.4.4.37.
2 difícil, problemático τοῦτ' Ar.Ra.805, περιστάντων τῇ πόλει καιρῶν δυσκόλων IG 22.682.33 (III a.C.), σειτωνήσ[αν] τα ἐν καιρῷ δυσκόλῳ TAM 5.942.8 (Tiatira, imper.), cf. IStratonikeia 16.14 (II/III d.C.), τὰ δύσκολα (κατὰ τὴν ἐκφοράν) los sonidos difíciles de pronunciar op. ῥᾴδιος Phld.Po.A 24.11, ἄπορον καὶ δύσκολον ... τὸ πέλαγος D.Chr.5.9, ἐνέργεια ... ἐλλιπὴς ... καὶ δ. Aristid.Quint.104.11
c. suj. inf. ψυχὰς ἐξ ἀθυμίας ἰάσασθαι ... δυσκολώτερον ἢ ... θεραπεῦσαι νόσον Onas.1.15, δύσκολον ἦν μοι ἐντυχεῖν τῷ Αὐτοκράτορι IManisa 523.51 (II d.C.), cf. Eu.Marc.10.24, ἦν ... δύσκολον ἐξελεῖν τῆς διανοίας κρίσιν era difícil sacar de su mente una resolución I.AI 6.43, cf. D.Chr.38.4, Vett.Val.337.23
neutr. subst. dificultad ἔχει τι δ. tiene alguna dificultad Hp.Coac.205, 328, ἄν τι δ. συμβῇ D.18.190, πολλὰ δύσκολα εὕροις ἄν Men.Fr.91, μάχεσθαι τοῖς δυσκόλοις luchar contra las dificultades I.BI 6.36
c. inf. determinante difícil de οὐχ ... ἡ γεωργία δ. ἐστὶ μαθεῖν la agricultura no es difícil de aprender X.Oec.15.10
esp. en lóg. difícil de explicar τὸ ἁπλῶς ἀληθεύειν ἢ ψεύδεσθαι, δύσκολον φαίνεται Arist.SE 180b5, ἀμφοτέρως δὲ δύσκολον Arist.Metaph.1001b1.
III adv. -ως
1 malhumoradamente δ. ἔχειν o διακεῖσθαι estar receloso o malhumorado τότε δ. εἶχον I.AI 4.87, δ. οὕτως ἡμῖν συναντῶσιν SB 9920b.2 (III a.C.)
c. πρός y ac. de pers. estar receloso o malhumorado con τῶν τὴν νῆσον οἰκούντων δ. πρὸς ἡμᾶς διακειμένων Isoc.3.33, δ. τ' ἔχειν ... πρὸς τὸν Φίλιππον D.19.132
con desagrado, con disgusto ἐὰν δέ τις ἡμῶν τοῦτο δ. ποιῇ Ath.45e.
2 dificultosamente, con dificultad τοῖσί τε προσφερομένοισι δ. ὑπακούειν responder con dificultad a los remedios administrados Hp.Epid.3.8, πῶς δ. οἱ τὰ χρήματα ἔχοντες εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ θεοῦ εἰσελεύσονται Eu.Marc.10.23, cf. Vett.Val.117.6, δυσκό[λως γὰρ ἀνοί] γεται (τὸ πανάριον) POxy.1294.10 (II/III d.C.), δ. ... περιθεῖν Philostr.Iun.Im.10.19, δ. ἀνερχόμεθα εἰς τὴν πόλειν PPrincet.102.9 (IV d.C.), ἄνθρωποι οἵτινες δ. ἔχουσιν εἰσιέναι εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν Didym.Gen.52.10.
3 dolorosamente, con sufrimiento en sent. fís. οὐδὲ τὰ βησσόμενα δ. y las expectoraciones no son dolorosas Hp.Epid.1.3, cf. 5.
4 con mala intención, con maldad τίς τοῦτο σῆμα δ. ἀτιμάσει en una tumba Inscr.Phryg.41.11 (II d.C.).

• Etimología: Quizá comp. de δυσ- y σκολος, cf. σκέλλομαι ‘secarse’, ‘endurecerse’.