δοξάζω

From LSJ
Revision as of 17:48, 25 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (strοng)

τὸ πεπρωμένον φυγεῖν ἀδύνατον → you can't escape your destiny | there is no escaping from destiny | it's impossible to escape from what is destined | it is impossible to escape from what is destined | what is fated is impossible to escape | if you're born to be hanged, then you'll never be drowned | he that is born to be hanged shall never be drowned | if you are born to be hanged then you'll never be drowned | if you're born to be hanged then you'll never be drowned| you can't outrun your fate | you cannot outrun your fate | you can't stop fate | that's the way the cookie crumbles

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δοξάζω Medium diacritics: δοξάζω Low diacritics: δοξάζω Capitals: ΔΟΞΑΖΩ
Transliteration A: doxázō Transliteration B: doxazō Transliteration C: doksazo Beta Code: doca/zw

English (LSJ)

   A think, imagine, c. acc. et inf., A.Ag.673, E.Supp.1043, etc.; c. dupl. acc., πῶς ταῦτ' ἀληθῆ . . δοξάσω; how can I suppose this to be true? A.Ch.844; δ. βελτίους ἑαυτούς Pl.Phlb.48e; τὰ εὔχρηστα τῶν ζῴων θεοὺς ἐδόξασαν D.L.1.11; also abs., μετ' ἀσφαλείας δ. Th.1.120; δοξάζων μὲν οὔ not expecting it, S.Ph.545:—Pass., δ. εἶναι to be supposed to be, Pl.Ti.46d, al.; ὅση δοξάζεται (sc. εἶναι) Id.Phd. 108c; δ. κακοί Id.Lg.646e; δ. δίκαιος Id.R.588b; τὰ δοξαζόμενα Id.Plt.278b.    2 c. part., δοξάσει τις ἀκούων will suppose that he hears, A.Supp.60 (lyr.).    3 c. acc. cogn., δόξας δ. entertain opinions, Pl. Cri.46d; δ. ψευδῆ hold false opinions, Id.Tht.189c; ψευδῶς δοξαζόμενα Polystr.p.26W.    4 abs., form or hold an opinion, Pl.Tht.187a, al.; περί τινος Id.Grg.461b; κακῶς δ. Id.R.327c; παρὰ τὰ ὄντα Id.Phdr.262b; opp. γιγνώσκω, Id.R.476d; opp. ἐπίσταμαι, Arist.APo. 89a7; δ. ἄνευ ἐπιστήμης Pl.Tht.201c.    5 Pass., to be matter of opinion, ταῦτα δεδοξάσθαι Xenoph.35, cf. Epicur.Sent.22.    II magnify, extol, ἐπὶ πλέον τι αὑτὸν δ. Th.3.45, cf. LXX Ex.15.2, al.; τὸν θεόν Ep.Rom.1.21, al.:—Pass., to be distinguished, held in honour, magnified, Dionys.Com.2.24; δεδοξασμένος ἐπ' ἀρετῇ Plb.6.53.10, cf. LXX Ex.15.1, al., Ev.Jo.7.39, al.; ἱερὸν δεδοξασμένον ἐξ ἀρχαίων OGI 168.56 (ii B. C.).

German (Pape)

[Seite 657] meinen, vermuthen, dem γιγνώσκειν entgegengesetzt Plat. Rep. V, 476 d, u. dem εἰδέναι, Xen. Mem. 3, 9, 6; Aesch. Ag. 659 u. öfter; Soph. Phil. 541; häufig bei Eur. u. in Prosa; vgl. δοκεῖτέ μοι ὡρμῆσθαι – οὐ γὰρ κακῶς δοξάζεις Plat. Rep. I, 327 c; περί τινος, Gorg. 481 b; δόξας δοξάζειν Crit. 46 d; βελτίους ἑαυτοας, οὐκ ὄντες, eine bessere Meinung von sich haben, Phil. 48 e; ἀλογί. στως ἐπὶ πλέον τι αὑτὸν ἐδόξασεν, hatte eine höhere M. von sich, Thuc. 3, 45. Auch »wofür halten« mit doppeltem accus., Plut. de superst. 6. – Im pass. = für etwas gehalten werden, gelten; ἄδικος Plat. Rep. II, 363 e, u. öfter; Xen. Cyr. 5, 5, 46; – ἐπ' ἀρετῇ δεδοξασμένοι ἄνδρες, gerühmt, Pol. 6, 53, 10, u. a. Sp., wie App. B. C. 2, 97; auch ἔν τινι, D. Sic. 16, 82.

Greek (Liddell-Scott)

δοξάζω: μέλλ. -άσω, νομίζω, φαντάζομαι, ὑποθέτω, εἰκάζω ὅτι…, μετ’ αἰτ. καί ἀπαρ., Αἰσχύλ. Ἀγ. 673, Εὐρ. Ἱκέτ. 1043, κτλ.· καὶ παραλειπομένης τῆς ἀπαρεμφ., πῶς ταῦτ’ ἀληθῆ… δοξάσω; πῶς δύναμαι νὰ ὑποθέσω ὅτι ταῦτα εἶναι ἀληθῆ; Αἰσχύλ. Χο. 844· δ. βελτίους ἑαυτοὺς Πλάτ. Φιλήβ. 48Ε. -Παθ., δ. εἶναι, ὑποθέτουσι περὶ ἐμοῦ ὅτι εἶμαι, ὁ αὐτ. Τιμ. 46D, κ. ἀλλ.· ὅση δοξάζεται (ἐνν. εἶναι) ὁ αὐτ. Φαίδωνι 108C· δ. κακὸς ὁ αὐτ. Νόμ. 646Ε, πρβλ. Πολ. 588Β, κ. ἀλλ. 2) μετά μετοχ., δοξάσει τις ἀκούων, θὰ ὑποθέσῃ ὅτι ἀκούει, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 60. 3) μετὰ συστοίχ. αἰτ., δόξαν δ., ἔχω γνώμην, Πλάτ. Κρίτωνι 46D· δ. ψευδῆ, ἔχω ἐσφαλμένην γνώμην, ὁ αὐτ. Θεαιτ. 189C. 4) ἀπολ., ἔχω γνώμην, φρονῶ, Σοφ. Φ. 545, Θουκ. 1. 120, Πλάτ. Θεαιτ. 187Α, κ. ἀλλ.· περί τινος ὁ αὐτ. Γοργ. 461Β· κακῶς δ. ὁ αὐτ. Πολ. 327C· παρὰ τὰ ὄντα ὁ αὐτ. Φαίδρ. 262Β· ἀντίθ. γιγνώσκω, αὐτόθι 476D· ἀντίθ. ἐπίσταμαι, Ἀριστ. Ἀν. Ὑστ. 1. 33· δ. ἄνευ ἐπιστήμης Πλάτ. Θεαιτ. 201C· πρβλ. δοξαστικός. 5) Παθ., εἶμαι ἀντικείμενον δοξασίας, νομίζομαι, Ξενοφάν. Ἀποσπ. 15· τὰ δοξαζόμενα Πλάτ. Πολιτ. 278Β, κ. ἀλλ. ΙΙ. μεγαλύνω, ἐπὶ πλέον αὑτόν δ. Θουκ. 3. 45. -Παθ., τιμῶμαι, Διονύσ. Κωμ. Θεσμ. 1. 24· δεδοξασμένος ἐπ’ ἀρετῇ Πολύβ. 6. 53,10· δοξασθεὶς Ἐπιγράμμ. Ἑλλην. 507. 7.

French (Bailly abrégé)

f. δοξάσω;
1 avoir une opinion, croire, penser, juger : δ. δόξας PLAT avoir des opinions ; ἐπὶ πλέον τι αὑτὸν δ. THC avoir de soi-même une trop haute opinion ; abs. peser les opinions, délibérer;
2 se figurer, s’imaginer, supposer : πῶς ταῦτ’ ἀληθῆ δοξάσω ; ESCHL comment pourrai-je savoir que cela est vrai ? ταῦτ’ ἔχειν δοξάζομεν ESCHL nous supposons que cela est ; δοξάσει ἀκούων ESCHL il s’imaginera qu’il entend.
Étymologie: δόξα.

Spanish (DGE)

I c. inf., ac. int., doble ac. o adv.
1 ref. al fut. esperar c. inf. de fut. οὐχ ... γάμους γαμεῖσθαι τούσδ' ἐδόξαζόν ποτε E.Tr.347, ἐξ ἐπιφανείας ἐδόξαζον κριθήσεσθαι τὴν μάχην Plb.3.68.12, c. el inf. sobreentendido δοξάζων μὲν οὔ S.Ph.545, ἀλκῇ δέ σ' οὐκ ἄν, ᾗ σὺ δοξάζεις ἴσως, σῴσαιμ' ἄν E.Or.711.
2 opinar, pensar, imaginar c. inf. pres., aor. o perf. δοξάσει τιν' ἀκούειν ὄπα τᾶς Τηρεΐας A.Supp.60, ἐκείνους ταὔτ' ἔχειν δοξάζομεν A.A.673, μὴ πάντ' ἀληθῆ δοξάσῃς εἰρηκέναι E.Hel.307, cf. Supp.1043, Med.944, Or.314, δοκεῖ δοξάζειν ... καὶ εὐδαίμονάς τινας εἶναι X.Hier.2.3, δοξάζειν εἶναι πλουσιώτερον Pl.Phlb.48e, cf. Ocell.13, δοξάζοντι ... εἰκόνα ὁρᾶν Paus.9.31.8, ὅταν ἐκεῖνα εἶναι αὑτὸν ... δοξάζῃ Porph.Sent.40, c. ac. int. εὐξύμβολον τόδ' ἐστὶ παντὶ δοξάσαι A.Ch.170, οὐ ταὐτὰ δοξάζειν ἀλλήλοις X.Mem.1.1.13, τῶν δοξῶν ἃς οἱ ἄνθρωποι δοξάζουσιν Pl.Cri.46d, ψευδῆ δοξάζων Pl.Tht.189c, περὶ θεῶν ἃ δεῖ δοξάζειν Arist.Fr.664, μὴ ταὐτὰ δοξάζοντες Arist.Metaph.1009a11, δι' ἄγνοιαν δοξάζων τι Aen.Tact.6.1, περὶ τῶν μεγίστων δοξῶν ἐναντία δοξαζούσας D.S.2.29.6, cf. Ph.1.230, 151, Plu.2.170d, Luc.DMort.10.1, Philostr.VA 6.3, c. adv. u or. adverb. δοξάζουσαι δὲ ἑτέρως X.Cyn.3.10, cf. Isoc.11.26, δοξάζειν περὶ τῶν μελλόντων ἐπιεικῶς Isoc.Ep.5.4, περὶ τῆς ῥητορικῆς δοξάζεις ὥσπερ νῦν λέγεις; Pl.Grg.461b, οὐ γὰρ κακῶς δοξάζεις Pl.R.327c, ὀρθῶς ἐδόξαζον Pl.Plt.278a, συγκεχυμένως πως δοξάζουσι περὶ αὐτῶν Aristox.Harm.15.22, ἄλλως δοξάζειν ... περὶ αὐτῶν I.AI 10.281
abs. concebir un proyecto μετ' ἀσφαλείας μὲν δοξάζομεν, μετὰ δέους δὲ ἐν τῷ ἔργῳ ἐλλείπομεν Th.1.120, τοῖς παρὰ τὰ ὄντα δοξάζουσι para quienes juzgan sin contar con la realidad Pl.Phdr.262b, δοξάσαι ἔστι Ar.Pax 119, καθάπερ ... δοξάζομεν D.S.3.48
en part. pas. objeto de pensamiento οὐκ ἔσται ἄνθρωπος τὸ δοξάζον ἀλλὰ τὸ δοξαζόμενον Arist.Metaph.1011b11, τὰ δοξαζόμενα la opinión Epicur.Sent.[5] 22, cf. 24
en v. med. impers. ὡς δοξάζεται E.IT 831, c. ac. int. τὸ ἐναντίον [ἐ] δοξάζετο Epicur.Nat.28.13.7.5.
3 fil. mantener una opinión, creer op. o dif. de ‘conocer’ ἢ σαφῶς ἐπιστάμενος ... ἢ δοξάζων Gorg.B 11a.3, ἐπιεικῶς δοξάζειν ἢ ... ἀκριβῶς ἐπίστασθαι Isoc.10.5, ὅν φαμεν δοξάζειν ἀλλ' οὐ γιγνώσκειν Pl.R.476d, cf. Tht.187a, 201c, implicando convicción οὐκ ἐνδέχεται γὰρ δοξάζοντα οἷς δοκεῖ μὴ πιστεύειν Arist.de An.428a21.
4 considerar c. doble ac., compl. dir. y pred. πῶς ταῦτ', ἀληθῆ ... δοξάσω; A.Ch.844, cf. Ocell.3, ἕκαστος ... ἐπὶ πλέον τι αὑτὸν ἐδόξασεν Th.3.45, τὰ εὔχρηστα τῶν ζῴων θεοὺς ἐδόξαζον D.L.1.11, ἡ διάνοια ... δοξάζουσα αὑτὴν αἰτίαν τῶν γινομένων Ph.1.94, en v. pas. ταῦτα δεδοξάσθω μὲν ἐοικότα Xenoph.B 35, (ἡ γῆ) οὔτε οἵα οὔτε ὅση δοξάζεται ὑπὸ τῶν περὶ γῆς εἰωθότων λέγειν Pl.Phd.108c, ἡγούμενοι δοξάζεσθαι κακοί Pl.Lg.646e, ὁ σοφὸς ὄντως ὢν καὶ μὴ μόνον δοξαζόμενος Pl.Epin.976c, cf. R.588b, ἀληθινώτατοι ... φίλοι δοξαζόμενοι Plb.10.35.6, c. inf. δοξάζεται δὲ ὑπὸ τῶν πλείστων οὐ συναίτια ... εἶναι Pl.Ti.46d, c. adv. τὰ δοξαζόμενα ἀληθῶς Pl.Plt.278b, οὐ ψευδῶς ... δοξαζόμενα πάντα Polystr.Contempt.27.23.
II c. ac. de pers. o divinidades
1 respetar, honrar, venerar δόξασον τὴν ψυχήν σου LXX Si.10.28, cf. 29, τούτους Κελτοὶ ὡς προφήτας καὶ προγνωστικοὺς δοξάζουσιν ref. a los druidas, Hippol.Haer.1.25, δόξασόν με καὶ ἔρχου OFlorida 17.10, en v. pas. ζωοῖς δοξαζόμενος παρὰ πᾶσιν SEG 33.1107 (Paflagonia, imper.), πλούσιος δοξάζεται διὰ τὸν πλοῦτον αὐτοῦ LXX Si.10.30, τῶν ἐπ' ἀρετῇ δεδοξασμένων ἀνδρῶν Plb.6.53.10, οἷος γὰρ ὁ τρόπος ζῶντος ἐδοξάζετο Plb.31.22.2, ἱερὸν δεδοξασμένον ἐξ ἀρχαίων ISyène 244.56 (II a.C.), Ἶσις ... δόξασόν με, ὡς ἐδόξασα τὸ ὄνομα τοῦ υἱοῦ σου Ὦρος PMag.7.501.
2 jud.-crist. glorificar, alabar οὗτός μου Θεός, καὶ δοξάσω αὐτόν LXX Ex.15.2, δόξασόν σου τὸν υἱόν, ἵνα ὁ υἱὸς δοξάσῃ σέ Eu.Io.17.1, δοξάζειν Ἰησοῦν Χριστὸν τὸν δοξάσαντα ὑμᾶς Ign.Eph.2.2, de los ángeles, Clem.Al.Prot.12.119, ὑμνοῦντα καὶ δοξάζοντα τὸν τῶν ὅλων πατέρα Origenes Or.33.6, δοξάζω σε, τὸν πρωτότοκον λόγον en una plegaria maniquea PKell.G.91.1 (IV d.C.), τὸν κύριον Pamph.Mon.Soter.113, cf. POxy.1874.14 (VI d.C.), c. pred. οὐχ ὡς θεὸν ἐδόξασαν ἢ ηὐχαρίστησαν Ep.Rom.1.21, en v. pas. ἐνδόξως γὰρ δεδόξασται LXX Ex.15.1, Ἰησοῦς οὐδέπω ἐδοξάσθη Eu.Io.7.39, δεδόξασμαι ἐν αὐτοῖς quedé glorificado en ellos, Eu.Io.17.10, σὺ εἶ δοξασθεὶς καὶ δεδοξασμένος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων PMag.Brashear 2.17, ὁ Θεὸς δοξασθήσεται Gr.Naz.M.36.133C, cf. Herm.Mand.3.1, Origenes Fr.10 in Lc., esp. el nombre de Dios εἰς τὸ δοξασθῆναι τὸ ὄνομα τοῦ ἀληθινοῦ 1Ep.Clem.43.6, cf. POxy.924.13 (IV d.C.)
abs. δοξάζειν cantar el ‘gloria’ Io.Iei.Poenit.M.88.1889A.
3 iluminar mediante la gloria, en v. pas. δεδόξασται ἡ ὄψις τοῦ χρώματος τοῦ προσώπου αὐτοῦ dicho de Moisés, LXX Ex.34.29, cf. Gr.Nyss.M.46.1173D.

English (Strong)

from δόξα; to render (or esteem) glorious (in a wide application): (make) glorify(-ious), full of (have) glory, honour, magnify.