γεύομαι
Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück
English (Autenrieth)
(γεύω), fut. γεύσομαι, aor. inf. γεύσασθαι: taste, with gen., met., γευσόμεθ' ἀλλήλων ἐγχείῃσιν, Il. 20.258; χειρῶν, ‘fists,’ Od. 20.181.
English (Slater)
γεύομαι (γεύεται; ἐγεύσαντο)
1 taste met.
a feel, enjoy the taste of; experience, c. gen. γεύεται δ' ἀλκᾶς ἀπειράντου (sc. Κυράνα) (P. 9.35) γεύεται γὰρ ἀέθλων (P. 10.7) μυριᾶν δἀρετᾶν ἀτελεῖ νόῳ γεύεται (N. 3.42) ἐπεί οἱ τρεῖς ἀεθλοφόροι πρὸς ἄκρον ἀρετᾶς ἧλθον οἵ τε πόνων ἐγεύσαντο (N. 6.24) γευόμενοι στεφάνων νικαφόρων (v. l. σευόμενοι) (I. 1.21) τὸ δἐμόν, οὐκ ἄτερ Αἰακιδᾶν, κέαρ ὕμνων γεύεται (I. 5.20)
b have enjoyment of, enjoy the company of c. gen. εἰ δὲ γεύεται ἀνδρὸς ἀνήρ τι (δεύεται Σ̆γρ) (N. 7.86)
English (Strong)
a primary verb; to taste; by implication, to eat; figuratively, to experience (good or ill): eat, taste.
Greek Monolingual
και γεύω (AM γεύομαι και γεύω)
Ι. γεύομαι
1. τρώω, γευματίζω
2. δοκιμάζω με τη γλώσσα
3. αποκτώ ευχάριστη ή δυσάρεστη εμπειρία
αρχ.
1. δοκιμάζω να κάνω κάτι, προσπαθώ
2. οσφραίνομαι, μυρίζω. II. γεύω
προσφέρω γεύμα σε κάποιον
αρχ.
1. δίνω σε κάποιον να δοκιμάσει φαγώσιμο ή ποτό
2. προσφέρω σε κάποιον ευχάριστη εμπειρία («τοὺς δούλους ἔγευσε τιμὴς ἐλευθέρας»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η ύπαρξη του επιθ. άγευστος από το οποίο προήλθε και το μτγν. γευστός πιστοποιεί ότι ο αρχικός τ. θα ήταν γεύσομαι < ινδοευρ. ρίζα ĝeus- «δοκιμάζω, γεύομαι». Το θέμα αυτό απαντά και σε τύπους άλλων γλωσσών (πρβλ. γοτθ. Kiusan «γεύομαι, εκλέγω», αρχ. άνω γερμ. Kiosan κ.ά.), παράλληλα προς άλλους σχηματισμούς με ασθενή βαθμίδα ρίζας (πρβλ. αρχ. ινδ. jusάte, -ti «γεύομαι, εκτιμώ, λατ. gustāre αρχ. ινδ. josάyate, γοτθ. Kausjan «δοκιμάζω». Αντίθετα στην Ελληνική όλοι οι τ. αυτής της οικογένειας σχηματίστηκαν από την απαθή βαθμίδα].
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: taste (Il.); γεύω, γεῦσαι give a taste (Hdt.),
Other forms: Aor. γεύσασθαι, fut. γεύσομαι, perf. γέγευμαι; sec. athemat. γεύμεθα (Theoc. 14, 51).
Derivatives: γεῦμα tasting (Ion.-Att.), γεῦσις id. (Democr.), γευθμός id. (Nic.), γεύστης (Chios), γευστήριον (Com.); γευστικός (Arist.).
Origin: IE [Indo-European] [399] *ǵeus- taste
Etymology: The compound ἄ-γευσ-τος not tasting, inexperienced (Att.), proves abasis *γεύσ-ομαι, which agrees with Goth. kiusan, ON kjōsa taste, choose, OHG OS kiosan. Further Skt. juṣáte, -ti id. and Lat. gustāre = OHG OS kostōn taste; also caus. Goth. kausjan (*ǵous-eie/o-).
Frisk Etymology German
γεύομαι: {geúomai}
Forms: Aor. γεύσασθαι, Fut. γεύσομαι, Perf. γέγευμαι
Grammar: v.
Meaning: kosten (seit Il.), vereinzelt γεύω, γεῦσαι kosten lassen (Hdt., att.; vgl. Schwyzer-Debrunner 234), sekundär athemat. γεύμεθα (Theok. 14, 51).
Derivative: Ableitungen, alle ziemlich sparsam belegt: γεῦμα das Kosten, Speise (ion. att.) mit γευματικός (Tanagra IIIa, Bed. unsicher), γεῦσις das Kosten, Geschmack (Demokr., Arist. u. a., vgl. Holt Les noms d’action en -σις 124), γευθμός ib. (Nik., vgl. Chantraine Formation 137, Schwyzer 493), γεύστης der Schmecker (Chios), γευστήριον Becher zum Kosten (Kom.); Adj. γευστικός zum Kosten gehörig (Arist. usw.).
Etymology : Das Kompositum ἄγευστος nicht kostend, unerfahren (att. usw.), wozu später γευστός (Arist.), erweist eine Grundform *γεύσομαι, die zu dem primären germanischen Verb got. kiusan, ano. kjōsa prüfen, wählen, ahd. as. kiosan schmecken, prüfen, wählen genau stimmt, aber trotzdem vielleicht eine Neuerung ist, s. Ernout-Meillet s. gustus. Daneben stehen andere Bildungen wie das ebenfalls primäre, aber schwundstufige aind. juṣáte, -ti kosten, genießen und die deverbativen lat. gustāre = ahd. as. kostōn kosten, schmecken, aind. joṣáyate kosten, Gefallen finden = got. kausjan kosten, prüfen. Von den verschiedenen Verbformen lebt im Griechischen nur γεύομαι weiter; auch die Verbalnomina gehen sämtlich, einschließlich ἄγευστος (gegenüber aind. á-juṣ-ta-), auf das hochstufige γευ(σ)- zurück. Weiteres bei WP. 1, 568f., Pok. 399f. m. Lit. — Nach Specht Sprache 1, 49 wäre der u-Laut in γεύομαι ebenso wie in anderen Ausdrücken des Essens und Genießens sakraler Natur (?).
Page 1,302
Chinese
原文音譯:geÚomai 糾哦買
詞類次數:動詞(15)
原文字根:嘗 相當於: (טָעַם) (לָעַט)
字義溯源:嘗^,喫,享受,進食,經歷。這字有字面上實際的品嘗,如:迦拿婚筵中,那管筵席的嘗了那水變的酒( 約2:9)。也有隱喻的用法,如:嘗死味( 太16:28),嘗天恩的滋味( 來6:4)等。
同義字:1) (γεύομαι)嘗,喫 2) (ἐσθίω / ἔσθω)喫 3) (καταπίνω)吞下 4) (κατεσθίω / κατέσθω)吞喫 5) (τρώγω)咀嚼
出現次數:總共(15);太(2);可(1);路(2);約(2);徒(3);西(1);來(3);彼前(1)
譯字彙編:
1) 嘗(4) 可9:1; 路9:27; 約8:52; 西2:21;
2) 嘗過(2) 來6:4; 來6:5;
3) 進食(2) 徒10:10; 徒23:14;
4) 嘗⋯味(1) 太16:28;
5) 他⋯嘗了(1) 來2:9;
6) 你們既嘗過(1) 彼前2:3;
7) 得嘗(1) 路14:24;
8) 他嘗了(1) 太27:34;
9) 喫了(1) 徒20:11;
10) 嘗了(1) 約2:9