μεταμορφόω
Φιλόπονος ἴσθι καὶ βίον κτήσῃ καλόν → Si non laboris te piget, vives bene → Sei arbeitsam, dann hast du reichlich Lebensgut
English (LSJ)
transform, Gal.19.479; ἑαυτὸν εἴς τι Ael.VH1.1; disguise, ἑαυτόν App.BC4.41:—mostly in Pass., to be transformed, Ep.Rom.12.2, Plu.2.52d, Luc.Asin.11; εἰς θηρίων ἰδέαν D.S.4.81; εἰς Ἀπόλλωνα Ph.2.559; εἰς ἰχθύν Ath.8.334c; ἀπὸ δόξης εἰς δόξαν 2 Ep.Cor.3.18; to be transfigured, Ev.Matt.17.2, etc.
German (Pape)
[Seite 150] umgestalten, in eine andere Gestalt verwandeln; τὴν Νέμεσιν ποιεῖ εἰς ἰχθὺν μεταμορφουμένην, Ath. VIII, 334 c; Luc. Asin. 11 u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
μεταμορφῶ :
transformer, métamorphoser : ἑαυτὸν εἴς τι ÉL se métamorphoser en qch.
Étymologie: μετά, μορφόω.
Greek (Liddell-Scott)
μεταμορφόω: μεταβάλλω τὴν μορφήν τινος, μεταμορφώνω, ἑαυτὸν εἴς τι Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 1. 1· ― κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ παθ., πάσχω ἀλλοίωσιν, μεταμορφώνομαι, Πλούτ. 2. 52D, Λουκ. Ὄν. 11· εἰς ἰχθὺν Ἀνθ. 334C· ― τροποποιεῖται ἡ μορφή μου ἐπὶ τὸ μεγαλειότερον, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιζ΄, 2, κτλ.
Spanish
English (Strong)
from μετά and μορφόω; to transform (literally or figuratively, "metamorphose"): change, transfigure, transform.
English (Thayer)
μεταμόρφω: passive, present μεταμορφοῦμαι; 1st aorist μετεμορφώθη; to change into another form (cf. μετά, III:2), to transfigure, transform: μετεμορφώθη, of Christ, his appearance was changed (A. V. he was transfigured), i. e. was resplendent with a divine brightness, ἐγένετο τό εἶδος τοῦ προσώπου αὐτοῦ ἕτερον); of Christians: τήν αὐτήν εἰκόνα μεταμορφούμεθα, we are transformed into the same image (of consummate excellence that shines in Christ), reproduce the same image, Matthiae, § 409; (Jelf, § 636 obs. 2; cf. Buttmann, 190 (164); 396 (339); Winer's Grammar, § 32,5); used of the change of moral character for the better, Seneca, epistles 6 at the beginning, intelligo non emendari me tantum, sed transfigurari. (Diodorus 4,81; Plutarch de adulat. et amic. 7; others); Philo, vit. Moys. i. § 10 under the end; leg. ad Gaium § 13; Athen. 8, p. 334c.; Aelian v. h. 1,1; Lucian, as. 11.) (Synonym: cf. μετασχηματίζω.)
Greek Monotonic
μεταμορφόω: μέλ. -ώσω, αλλάζω μορφή σε κάτι· Παθ., υφίσταμαι μετατροπή, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
fut. ώσω
to transform: Pass. to be transfigured, NTest.
Chinese
原文音譯:metamorfÒw 姆他-摩而賀哦
詞類次數:動詞(4)
原文字根:(以後)-形狀 相當於: (שָׁנָה)
字義溯源:變形,變化,變成,變了形像;由(μετά)*=同)與(μορφόω)=成形)組成;而 (μορφόω)出自(μορφή)*=形像)
出現次數:總共(4);太(1);可(1);羅(1);林後(1)
譯字彙編:
1) 變了形像(2) 太17:2; 可9:2;
2) 就變成了(1) 林後3:18;
3) 而變化(1) 羅12:2
Léxico de magia
en v. med. transformarse ref. a la divinidad suprema ὁ μεταμορφούμενος εἰς πάντας, ἀόρατος εἶ Αἰὼν Αἰῶνος tú, que te transformas en todas las cosas, eres invisible, Eón de Eón P XIII 70 P XIII 581