περίχωρος
Ἀδώνι' ἄγομεν καὶ τὸν Ἄδωνιν κλᾴομεν → We conduct the rites of Adonis, we weep for Adonis (Pherecrates, fr. 170)
English (LSJ)
περίχωρον, round about a place: οἱ π. the people about, D.19.266, Plu.Cat.Ma. 25, Eum. 15, etc.; ἡ π. (sc. γῆ) the country round about, LXX Ge.13.10,al., Ev.Matt.14.35; τὰ π. Palaeph.20.
German (Pape)
[Seite 601] um den Ort, die Gegend herum, benachbart; Plut. Cat. mai. 25; Ael. H. A. 10, 46; N.T.; oft ἡ π., Matth. 3, 5 Luc. 4, 14.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
situé autour ou auprès, limitrophe ; οἱ περίχωροι, les populations voisines.
Étymologie: περί, χώρα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περίχωρος -ον [περί, χώρα] naburig; subst.. οἱ περίχωροι omwonenden; ἡ περίχωρος, τὰ περίχωρα omliggend gebied.
Russian (Dvoretsky)
περίχωρος: ἡ (sc. γῆ) окрестная область, окрестности (ὅλη ἡ π. τῆς Γαλιλαίας NT).
English (Strong)
from περί and χώρα; around the region, i.e. circumjacent (as noun, with γῆ implied vicinity): country (round) about, region (that lieth) round about.
English (Thayer)
περίχωρον (περί and χῶρος), lying round about, neighboring (Plutarch, Aelian, Dio Cassius); in the Scriptures ἡ περίχωρος, namely, γῆ, the region round about (which see in B. D.): R G L text); τῆς γῆς τῆς περιχώρου, Alex. manuscript); ἡ περίχωρος τοῦ Ιορδάνου, הַיַּרְדֵּן כִּכַּר, the region of the Jordan (cf. B. D. as above)); by metonymy, for its inhabitants: τό περίχωρον and τά περίχωρα, 2 Chronicles 4:17, etc.)
Greek Monolingual
-η, -ο / περίχωρος, -ον, ΝΜΑ
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα περίχωρα
τα μέρη γύρω από έναν τόπο και κυρίως οι μικροί οικισμοί γύρω από πόλη
αρχ.
1. (για πράγμ. και πρόσ.) αυτός που βρίσκεται γύρω από έναν τόπο, ο γειτονικός, ο γείτονας («πάντας δὲ τοὺς περιχώρους ἔχοντες συμμάχους», Δημοσθ.)
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ περίχωρος
η γύρω χώρα, η περιοχή («πᾶσαν τὴν περίχωρον τοῦ Ἰορδάνου», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + χῶρος.
Greek Monotonic
περίχωρος: -ον, αυτός που βρίσκεται γύρω από έναν τόπο, οἱ περίχωροι, οι γύρω άνθρωποι, οι κάτοικοι, σε Δημ. κ.λπ.· ἡπερίχωρος (ενν. γῆ), η χώρα ολόγυρα, σε Καινή Διαθήκη
Greek (Liddell-Scott)
περίχωρος: -ον, ὁ πέριξ τόπου τινός, οἱ περίχωροι, οἱ ἐν τοῖς περιχώροις οἰκοῦντες, Δημ. 426. 9, Πλούτ. Κάτων Πρεσβύτ. 25, Εὐμέν. 15, κτλ.· ― ἡ περίχωρος (ἐξυπακ. γῆ), ἡ πέριξ χώρα, Ἑβδ. (Γένεσ. ΙΓ΄, 10, κτλ.), Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιδ΄, 35.
Middle Liddell
περί-χωρος, ον,
round about a place: οἱ περίχωροι the people about, Dem., etc.:— ἡ π. (sc. γῆ) the country round about, NTest.
Chinese
原文音譯:per⋯cwroj 胚里-何羅士
詞類次數:形,名(10)
原文字根:四圍-地方
字義溯源:周圍的地方,周圍,周圍一帶,地方,四周,四圍,一帶地方,鄰近的地方;由(περί / περαιτέρω)=周圍,關於)與(χώρα)=地方)組成;其中 (περί / περαιτέρω)出自(πέραν)=那邊), (πέραν)又出自(πειράω)X*=穿過),而 (χώρα)出自(χάσμα)=深坑),而 (χάσμα)又出自(χάσμα)X*=裂開,張開)
出現次數:總共(9);太(2);可(1);路(5);徒(1)
譯字彙編:
1) 一帶地方(2) 太3:5; 太14:35;
2) 方(2) 可1:28; 路4:14;
3) 周圍地方(2) 路7:17; 徒14:6;
4) 四周(1) 路8:37;
5) 地方(1) 路3:3;
6) 周圍一帶(1) 路4:37