σεαυτοῦ
Ὁ νοῦς γὰρ ἡμῶν ἐστιν ἐν ἑκάστῳ θεός → Mortalium cuique sua mens est deus → In jedem von uns nämlich wirkt sein Geist als Gott
English (LSJ)
-ῆς, also σαυτοῦ, -ῆς, Ion. σεωυτοῦ, ῆς, reflexive Pron. of 2nd pers., of thyself, etc., in masc. and fem. of gen., dat., and acc. sg., first in Alc.87, Pi.Fr.97, Hdt.1.45,108; ἐν σαυτοῦ (v.l. -ῷ) γενοῦ contain thyself, S.Ph.950: rarely in neut., φίλον ξύλον, ἔγειρέ μοι σεαυτὸ καὶ γίγνου θρασύ E.Fr.693:—the Trag. use the longer form (but not so freq. as the shorter), S.Ant.547, OT312, etc.:—in pl. always separated, ὑμῶν αὐτῶν, etc.: and orig. separated in sg., as in Hom., who always has σοὶ αὐτῷ, σ' αὐτόν; and so τὰ σ' αὐτοῦ, τὰ σ' αὐτῆς for τὰ σά αὐτοῦ, etc., v. σός 1.3.—The separated forms, σοῦ αὐτοῦ, αὐτοῦ σοῦ, etc., were used in Att., not as reflexive, but as emphat. personal pronouns, cf. Pl.Grg. 472b, A.Th.632.
French (Bailly abrégé)
ῆς, neutre inus.
par contr. σαυτοῦ, ῆς;
pron. réfléchi de la 2ᵉ pers. : de toi-même, à toi-même, toi-même ; οἱ σαυτοῦ XÉN les tiens, tes parents ; γνῶθι σεαυτόν connais-toi toi-même.
Étymologie: σε, αὐτός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σεαυτοῦ -ῆς -οῦ [σέ, αὐτός] Att. ook contr. σαυτοῦ -ῆς; Ion. σεωυτοῦ; Aeol. σαύτῳ je zelf:. σύ τοι σεαυτήν, οὐκ ἐγώ, κατακτενεῖς jijzelf, niet ik, zal jou doden Aeschl. Ch. 923; γνῶθι σαυτόν ken u zelf Plat. Prot. 343b; εἰ τοὺς σεαυτοῦ κατακαίνοις als u uw eigen mensen doodt Xen. Cyr. 3.1.16.
German (Pape)
σεαυτῆς, und zusammengezogen σαυτοῦ, σαυτῆς, ion. σεωυτοῦ, ῆς, und so im dat. und acc. sing.; reflexives Pronomen der zweiten Person, also nur in Sätzen, deren subj. die zweite Person id, in allen Beziehungen auf das subj., mit mehr und minderem Nachdruck; Hom. hat nur getrennt σοὶ αὐτῷ, σ' αὐτόν, und eben so τὰ σ' αὐτοῦ, τὰ σ' αὐτῆς, statt τὰ σά, Il. 6.490, Od. 1.356, 14.185. Die volle Form Aesch. Prom. 374, 472, Ch. 910, Soph. Ant. 440, 643, Phil. 84, 573, Tr. 1107, O.R. 707, O.C. 464, El. 1044. Die zusammengezogene Form Pind. frg. 64; καὶ μηδὲ σαυτῆς ἐκμαθεῖν ζήτει πόνους, Aesch. Prom. 778; ὅπως μὴ σαυτὸν οἰκτιεῖς ποτε, 68; σαυτὸν ἐκ ποδῶν ἔχων, 344, und öfter; οὐδὲν σύ που κάτοισθα τῶν σαυτοῦ πέρι, Soph. Phil. 553; εἰ διδοίης σαυτῷ λόγον, O.R. 583; παῦσον ἐκ κακῶν ἐμέ, παῦσον δὲ σαυτήν, El. 976, und öfter; und eben so in Prosa überall.
Russian (Dvoretsky)
σεαυτοῦ: стяж. σαυτοῦ, ῆς [из σοῦ αὐτοῦ от σύ + αὐτός (pl. ὑμῶν αὐτῶν) тебя самого: κομίζοις ἂν σεαυτὸν ᾗ θέλεις Soph. ты можешь уйти, куда хочешь; ῥῦσαι σεαυτόν! Soph. спасайся!
English (Strong)
genitive case from σέ and αὐτός, also dative case of the same, seautoi, and accusative case seauton, likewise contracted sautou, sautoi, and sauton, respectively; of (with, to) thyself: thee, thine own self, (thou) thy(-self).
English (Thayer)
σεαυτῆς, σεαυτοῦ, a reflexive pronoun of the 2nd person, used only in the genitive, dative, and accusative; in the N.T. only in the masculine; genitive (of) thyself (of) thee: L Tr WH; σεαυτῷ (to) thyself (to) thee: σεαυτόν, thyself, thee: Buttmann, § 127,13.)
Greek Monolingual
και σαυτού, -ής / σεαυτοῦ και σαυτοῦ, -ῆς, ΝΑ, και ιων. τ. σεωυτοῦ και στον Όμ. σοῦ αὐτοῦ Α
(αυτοπαθής αντων. β' εν. προσ. μόνο στις πλάγιες πτώσεις)
1. εσένα του ίδιου, του ίδιου του εαυτού σου
2. φρ. α) «γνώθι σαυτόν» — γνώρισε τον εαυτό σου, μάθε ποιος είσαι
β) «κράτει σαυτού» — γίνε κύριος του εαυτού σου, γίνε ανεξάρτητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσωπ. αντ. σύ (γεν. σέο / σεῦ / σοῦ + οριστ. επαναλ. αὐτός (πρβλ. ἐμαυτοῦ)].
Greek Monotonic
σεαυτοῦ: -ῆς, συνηρ. σαυτοῦ, -ῆς, Ιων. σεωυτοῦ, -ῆς, αυτοπαθ. αντων. του βʹ προσ., εσένα του ιδίου, μόνο σε γεν., δοτ. και αιτ. ενικ., αρσ. και θηλ., σε Ηρόδ., Αττ.· ἐν σαυτῷ γενοῦ, συγκράτησε τον εαυτό σου, συγκρατήσου, έλα στα συγκαλά σου, έλα με τα σωστά σου, σε Σοφ.· στον πληθ. ασυναίρετο, ὑμῶν αὐτῶν κ.λπ.· αρχικά ήταν ασυναίρετη και στον ενικ., όπως στον Ομηρ., ο οποίος πάντοτε αναφέρει σοὶ αὐτῷ, σ' αὐτόν.
Greek (Liddell-Scott)
σεαυτοῦ: -ῆς, συνῃρ. σαυτοῦ, -ῆς, Ἰων. σεωυτοῦ, -ῆς, αὐτοπαθὴς ἀντωνυμ. τοῦ β΄ προσώπ., σοῦ αὐτοῦ, κτλ., ἐν χρήσει ἐν τῷ ἀρσεν. καὶ θηλ. γεν. δοτ. καὶ αἰτ. ἑνικοῦ, πρῶτον παρ’ Ἀλκαίῳ 84, Πινδ. Ἀποσπ. 64, Ἡροδ. 1. 45, 108, Ἀττικ.· ἐν σαυτῷ γενοῦ, «κράτησε τὸν ἑαυτόν σου», «ἕλα’ς τὸν ἑαυτόν σου», Σοφ. Φιλ. 950· σπανίως ἐν τῷ οὐδ., φίλον ξύλον, ἔγειρέ μοι σεαυτὸ καὶ γίγνου θρασὺ Εὐρ. Ἀποσπ. 694· - οἱ Τραγικ. ποιοῦνται χρῆσιν τοῦ ἀσυναιρέτου τύπου, ἀλλ’ οὐχὶ τόσον συχνὴν ὅσον τὴν τοῦ συνῃρ., Σοφ. Ἀντ. 447, Ο. Τ. 312, κτλ.· - ἐν τῷ πληθ. ἀείποτε διῃρημένως, ὑμῶν αὐτῶν, κτλ.· ἐν ἀρχῇ δὲ καὶ τὸ ἑνικὸν ἐκλίνετο ἀσυναιρέτως ὡς παρ’ Ὁμήρ., ὅστις λέγει πανταχοῦ, σοὶ αὐτῷ, σ’ αὐτόν· οὕτω δὲ καὶ τὰ σ’ αὐτοῦ, τὰ σ’ αὐτῆς ἀντὶ τὰ σά, Ἰλ. Ζ. 490, Ὀδ. Α. 356, Ξ. 185. - Οἱ δὲ κεχωρισμένοι οὗτοι τύποι σοῦ αὐτοῦ, αὐτοῦ σοῦ, κτλ., κατήντησε νὰ εἶναι ἐν χρήσει παρὰ τοῖς Ἀττικ. οὐχὶ ὡς αὐτοπαθεῖς, ἀλλ’ ὡς προσωπικαὶ ἀντωνυμίαι μετ’ ἐμφάσεως, πρβλ. Πλάτ. Γοργ. 472Β, Αἰσχύλ. Θήβ. 632.
Middle Liddell
of thyself, only in gen., dat. and acc. sg., masc. and fem., Hdt., Attic; ἐν σαυτῷ γενοῦ contain thyself, Soph.:—in pl. separated, ὑμῶν αὐτῶν, etc.: and orig. it was separated in sg., as in Hom., who always says σοὶ αὐτῷ, σ' αὐτόν.
Chinese
原文音譯:seautoà 些-凹徒
詞類次數:代名詞(40)
原文字根:你的-同一的
字義溯源:你自己,自己,將自己,為自己,於自己;由(σύ)=你,受格)與(αὐτός)=自己)組成; (σύ)出自(σύ)*=你),而 (αὐτός)出自(Ἀττάλεια)X*=反身)
出現次數:總共(43);太(5);可(3);路(6);約(9);徒(3);羅(6);加(2);提前(4);提後(2);多(1);門(1);雅(1)
譯字彙編:
1) 你自己(22) 太4:6; 太19:19; 太22:39; 太27:40; 可12:31; 可15:30; 路4:9; 路23:39; 約1:22; 約10:33; 約14:22; 約17:5; 約18:34; 約21:18; 徒9:34; 徒16:28; 羅2:1; 羅13:9; 加5:14; 多2:7; 門1:19; 雅2:8;
2) 自己(11) 路10:27; 路23:37; 約8:13; 徒26:1; 羅2:19; 羅2:21; 羅14:22; 加6:1; 提前4:7; 提前4:16; 提前5:22;
3) 把你自己(3) 太8:4; 可1:44; 路5:14;
4) 將自己(2) 約8:53; 提後2:15;
5) 與你自己(1) 提後4:11;
6) 於自己(1) 提前4:16;
7) 將你自己(1) 約7:4;
8) 自己罷(1) 路4:23;
9) 為自己(1) 羅2:5