χαλιναγωγέω

From LSJ

Ἐξ ἡδονῆς γὰρ φύεται τὸ δυστυχεῖν → Nempe est voluptas mater infortunii → Denn aus der Lust erwächst des Unheils Missgeschick

Menander, Monostichoi, 184
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χᾰλῑνᾰγωγέω Medium diacritics: χαλιναγωγέω Low diacritics: χαλιναγωγέω Capitals: ΧΑΛΙΝΑΓΩΓΕΩ
Transliteration A: chalinagōgéō Transliteration B: chalinagōgeō Transliteration C: chalinagogeo Beta Code: xalinagwge/w

English (LSJ)

guide with or as with bit and bridle, γλῶσσαν, σῶμα, Ep.Jac.1.26, 3.2, cf. Luc.Salt.70, Tyr.4; ἄνθρωπον Vett.Val. 248.25, cf. Chor.32.139p.376 F.-R., Lib.Decl.3Intr.1.

French (Bailly abrégé)

χαλιναγωγῶ :
conduire avec le frein;
NT: tenir en bride, mettre un mors, un frein.
Étymologie: χαλιναγωγός.

German (Pape)

[ῑ], mit dem Zaume führen, lenken, Luc. Tyrann. 4, salt. 70.

Russian (Dvoretsky)

χᾰλῑναγωγέω: досл. управлять посредством узды, перен. обуздывать (ἕκαστα τῶν παθῶν Luc.; ὅλον τὸ σῶμα NT).

Greek (Liddell-Scott)

χᾰλῑνᾰγωγέω: τῷ χαλινῷ ἄγω, κυβερνῶ, χαλινώνω, ἀναχαιτίζω, Λουκ. περὶ Ὀρχ. 70· τάς... τῶν ἡδονῶν ὀρέξεις, χαλιναγωγούσης (δηλ. τῆς ἡλικίας) ὁ αὐτ. ἐν Τυραννοκτ. 4· εἴ τις ἐν λόγῳ οὐ πταίει, οὗτος τέλειος ἀνήρ, δυνατὸς χαλιναγωγῆσαι καὶ ὅλον τὸ σῶμα Ἐπιστ. Ἰακ. α΄, 26, γ΄, 2.

English (Strong)

from a compound of χαλινός and the reduplicated form of ἄγω; to be a bit-leader, i.e. to curb (figuratively): bridle.

English (Thayer)

χαλιναγώγω; 1st aorist infinitive χαλιναγωγῆσαι; (χαλινός and ἄγω); to lead by a bridle, to guide (ἵππον, Walz, Rhett. Graec. i., p. 425,19); tropically, to bridle, hold in check, restrain: τήν γλῶσσαν, τό σῶμα, τάς τῶν ἡδονῶν ὀρεξεις, Lucian, tyrann. 4. (Pollux 1 § 215.))

Greek Monotonic

χᾰλῑνᾰγωγέω: οδηγώ με χαλινάρι, χαλιναγωγώ, σε Λουκ., Κ.Δ.

Middle Liddell

χᾰλῑνᾰγωγέω,
to guide with or as with a bridle, to bridle, Luc., NTest. [from χᾰλῑναγωγός]

Chinese

原文音譯:calinagwgšw 哈林-阿哥給哦
詞類次數:動詞(2)
原文字根:馬嚼-帶領
字義溯源:作馴馬師,控制,壓抑,以嚼環和馬勒控制(馬匹),馬勒,勒住;由(χαλινός)=馬勒)與(ἄγω)*=帶領)組成,其中 (χαλινός)出自 (χαλάω)=放下,而 (χαλάω)出自(χάσμα)=深坑), (χάσμα)又出自(χάσμα)X*=裂口)
出現次數:總共(2);雅(2)
譯字彙編
1) 勒住(2) 雅1:26; 雅3:2

Mantoulidis Etymological

-ῶ (=κυβερνῶ). Ἀπό τό χαλινός + ἄγω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στό ρῆμα χαλάω -ῶ.