ἐπισκέπτομαι
Γυναῖκα θάπτειν κρεῖσσόν ἐστιν ἢ γαμεῖν → Sepelire satius feminam quam ducere → Ein Weib bestatten, besser ist's als heiraten
English (LSJ)
A = ἐπισκοπέω, Hp.Prorrh.2.1, Men.710, S.E.M.5.89, Plu.2.129c, etc.
2. pass in review: hence, number a host, LXX 1 Ki.15.4.
German (Pape)
[Seite 978] (praes. selten, s. ἐπισκοπέω, häufig aber aor. u. fut.), ansehen, Soph. Ai. 841; Eur. Heracl. 829; überschauen, betrachten, untersuchen, ἔπεμπε τοὺς ἐπισκεψομένους καὶ ἀναμετρήσοντας ὅσῳ ἐλάσσων ὁ χῶρος γέγονε Her. 2, 153; oft Plat., τόδε ἐπίσκεψαι, εἴ τι λέγω Phaed. 87 b; τοσόνδε περὶ τῶν εἰρημένων Theaet. 189 b, wie περὶ ἀρετῆς Prot. 348 d, darüber nachdenken, Untersuchungen anstellen, mit folgendem εἰ, Rep. VIII, 544 a; οἷον δυσμάς τε καὶ ἀνατολὰς ἐπεσκεμμένον Epinom. 990 a; ὁ ἐπισκεψάμενος ἑαυτὸν ὁποῖός ἐστι Xen. Mem. 1, 6, 4; ὑπέρ τινος, Pol. 3, 15, 2; τοὺς φίλους ἀσθενοῦντας, besuchen, Plut. de san. tu. p. 389; vom Arzt, Hdn. 4, 2, 7; N.T.; – ἐπέσκεπται im pass. Sinne, Arist.
French (Bailly abrégé)
1 aller examiner ou visiter (un malade, un ami, etc.) ; porter secours à, acc.;
2 p. ext. examiner, observer, porter son examen sur, acc..
Étymologie: ἐπί, σκέπτομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἐπισκέπτομαι: (praes. только поздн.; вся группа времен с основой praes. - от ἐπισκοπέω)
1 (на что-л.) глядеть, смотреть, взирать (τὰ κακά τινος Eur.);
2 обозревать, обследовать (χώραν τε καὶ προσόδους Plut.);
3 рассматривать, подвергать рассмотрению, исследовать (τι и περί τινος Plat., Arst. и ὑπέρ τινος Arst., Polyb.): τόδε ἐπίσκεψαι, εἴ τι λέγω Plat. если я что-л. скажу, внимательно следи за этим; τὸ ποσαχῶς λέγεται ἐπεσκέφθαι Arst. исследование многозначимости слов;
4 посещать, навещать (τοὺς κάμνοντας Xen.; τοὺς φίλους ἀσθενοῦντας Plut.; τοὺς ἀδελφούς NT): νῦν μ᾽ ἐπίσκεψαι μολών Soph. приди, посети меня;
5 призирать, призревать (ὀρφανοὺς καὶ χήρας NT);
6 избирать, выбирать (τινας ἔκ τινων NT). - см. тж. ἐπισκοπέω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπισκέπτομαι: ἐνεστ. ἐν χρήσει μόνον παρὰ μεταγ. συγγραφεῦσιν (ὡς παρὰ Ψευδο-Ἱππ., Μενάνδρῳ ἐν Ἀδήλ. 162), ἐξ οὗ παραλαμβάνονται οἱ λοιποὶ χρόνοι τοῦ ῥήματος ἐπισκοπέω· ἴδε σκέπτομαι.
English (Strong)
middle voice from ἐπί and the base of σκοπός; to inspect, i.e. (by implication) to select; by extension, to go to see, relieve: look out, visit.
English (Thayer)
future 3person singular ἐπισκέψεται, Luke 1:78 Tr marginal reading WH; 1aorist ἐπεσκεψάμην; from Herodotus down; the Sept. often for פָּקַד; to look upon or after, to inspect, examine with the eyes;
a. τινα, in order to see how he Isaiah, i. e. to visit, go to see one: Acts 7:23; Acts 15:36, ( Judges 15:1); the poor and afflicted, James 1:27; the sick, Matthew 25:36,43, ( Sirach 7:35; Xenophon, mem. 3,11, 10; Plutarch, mor., p. 129c. (de sanirate praecept. 15 at the beginning); Lucian, philops. 6, and in medical writers).
b. Hebraistically, to look upon in order to help or to benefit, equivalent to to look after, have a care for, provide for, of God: τινα, Luke 7:16; Hebrews 2:6 ( Genesis 21:1; Exodus 4:31; Psalm 8:5; Psalm 79:15 (Psalm 80:15>); Sirach 46:14; Judith 8:33, etc.); followed by a telic infinitive Acts 15:14; absolutely ( Sirach 32:21 ( Sirach 35:21)) yet with a statement of the effect and definite blessing added, Luke 1:68; ἐπεσκέψατο ( WH Tr marginal reading ἐπισκέψεται) ἡμᾶς ἀνατολή ἐξ ὕψους a light from on high hath looked (others, shall look) upon us (cf. our the sun looks down on us, etc.), i. e. salvation from God has come to us, Luke 1:78. (In the O. T. used also in a bad sense of God as punishing, Psalm 88:33 (Psalm 89:33>); Jeremiah 9:25; Jeremiah 11:22, etc.)
c. to look (about) for, look out (one to choose, employ, etc.): Acts 6:3.
Greek Monolingual
(AM ἐπισκέπτομαι) σκέπτομαι
1. πηγαίνω στο σπίτι κάποιου για να τον δω, να τον χαιρετήσω, να του ευχηθώ κ.λπ. («ἠσθένησα, καί ἐπισκέψασθέ με», ΚΔ)
2. (για γιατρό) πηγαίνω σε άρρωστο για να τον εξετάσω
3. (για αξιωματούχους) επιθεωρώ
νεοελλ.
πηγαίνω κάπου για να παρατηρήσω, να θαυμάσω («επισκέφθηκα όλα τα μουσεία της πόλης»)
αρχ.-μσν.
παρατηρώ, εξετάζω προσεκτικά
2. φροντίζω, ενδιαφέρομαι για κάποιον.
Greek Monotonic
ἐπισκέπτομαι: ενεστ. που συμπληρώνει τους χρόνους του ἐπισκοπέω· βλ. σκέπτομαι.
Middle Liddell
[a pres., which furnishes its tenses to ἐπισκοπέω, v. σκέπτομαι
Chinese
原文音譯:™piskšptomai 誒披-士咳普拖買
詞類次數:動詞(11)
原文字根:在上-注意 相當於: (פָּקַד / פְּקוּדִים / פֶּקֶר)
字義溯源:檢視,看顧,尋找,看望,眷顧,選出,臨到;由(ἐπί)*=在⋯上)與(σκοπός)=注意)組成;其中 (σκοπός)出自 (σκέπασμα)X*=窺視。神對人的眷顧,舊約如何,新約也如何,始終不變( 路7:16; 來2:6)。並且到一天,主在榮耀中降臨時,還要查驗我們如何彼此眷顧( 太25:31-46)
出現次數:總共(11);太(2);路(3);徒(4);來(1);雅(1)
譯字彙編:
1) 看望(1) 徒15:36;
2) 看顧(1) 雅1:27;
3) 你們⋯看顧(1) 太25:43;
4) 你⋯眷顧(1) 來2:6;
5) 眷顧(1) 徒15:14;
6) 去看望(1) 徒7:23;
7) 他眷顧(1) 路1:68;
8) 臨到(1) 路1:78;
9) 眷顧了(1) 路7:16;
10) 當選出(1) 徒6:3;
11) 你們看顧(1) 太25:36