ἐπιχορηγέω
Νέος ἂν πονήσῃς, γῆρας ἕξεις εὐθαλές → Iuvenis labora: senium habebis floridum → Wenn jung du schuftest, wird dein Alter blühend sein
English (LSJ)
supply, furnish, HeroDioptr.31; σπέρμα τῷ σπείροντι 2 Ep.Cor.9.10; ὑμῖν τὸ πνεῦμα Ep.Gal.3.5; τὸ ἐοικέναι τοῖς νοητοῖς εἴδεσιν Dam.Pr.341; especially of a husband, provide for a wife, ἐ. τῇ γαμουμένῃ τὰ δέοντα POxy.905.10 (ii A.D.), cf. 282.6 (i A.D.); conversely, ἐὰν [γυνὴ] ἐ. τῷ ἀνδρὶ αὐτῆς LXX Si.25.22(30):—Pass., τὰ ἀπὸ Λιμυρικῆς ἐπιχορηγούμενα Peripl.M.Rubr.60; τοῖς παρ' ἑτέρων ἐπιχορηγηθεῖσι πλούτοις D.H.1.42; πᾶν τὸ σῶμα διὰ τῶν ἁφῶν..ἐπιχορηγούμενον καὶ συμβιβαζόμενον Ep.Col.2.19.
German (Pape)
[Seite 1004] noch außerdem Kosten auf Etwas verwenden, od. auf seine Kosten noch dazu Etwas veranstalten, ἀγῶνες ἐπιφανεῖς λαμπραῖς ἐπιχορηγούμενοι δαπάναις D. Hal. 10, 54; – τινί τι, z. B. ἄδειαν, noch dazu gewähren, Phalar.; N.T. u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ἐπιχορηγῶ :
1 ajouter comme chorège à ce qui a déjà été fourni;
2 p. ext. fournir en outre, accorder en outre.
Étymologie: ἐπί, χορηγέω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιχορηγέω:
1 доставлять, давать (τί τινι NT);
2 обнаруживать, проявлять (τὴν ἀρετὴν ἐν τῇ πίστει NT);
3 pass. быть скрепляемым, соединяемым (διὰ τῶν συνδεσμῶν NT).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιχορηγέω: χορηγῶ, παρέχω, ὁ δὲ ἐπιχορηγῶν σπέρμα τῷ σπείροντι καὶ ἄρτον εἰς βρῶσιν χορηγήσαι Β΄ Ἐπιστ. π. Κορινθ. θ΄, 10· ὁ... ἐπιχορηγῶν ὑμῖν τὸ πνεῦμα πρὸς Γαλ. γ΄, 5. - Παθ., ἀγῶνες λαμπραῖς ἐπιχορηγούμενοι δαπάναις Διον. Ἁλ. 10. 54· πᾶν τὸ σῶμα διὰ τῶν ἁφῶν... ἐπιχορηγούμενον καὶ συμβιβαζόμενον, ὅλον τὸ σῶμα διὰ τῶν ἁρμῶν διατηρούμενον καὶ συνδεόμενον, Ἐπιστ. π. Κολ. β΄, 19· πρβλ. ἐπιχορηγία.
English (Strong)
from ἐπί and χορηγέω; to furnish besides, i.e. fully supply, (figuratively) aid or contribute: add, minister (nourishment, unto).
English (Thayer)
ἐπιχορήγω; 1st aorist imperative ἐπιχορηγήσατε; passive (present ἐπιχορηγοῦμαι); 1future ἐπιχορηγηθήσομαι; (see χορηγέω); to supply, furnish, present (German darreichen): τίνι τί, τήν ἀρετήν, εἴσοδος, furnished, provided, to be supplied, ministered unto, assisted (so the simple χορηγεῖσθαι in Xenophon, rep. Athen. 1,13; Polybius 3,75, 3; 4,77, 2; 9,44, 1; Vulg. sabministratum. (Rare in secular writings as Dionysius Halicarnassus 1,42; Phalaris, epistle 50; (Diogenes Laërtius 5,67; (Alex. Aphr. probl. 1,81).)
Greek Monotonic
ἐπιχορηγέω: μέλ. ἐπιχορηγήσω, προμηθεύω, εφοδιάζω επιπλέον, παρέχω, τί τινι, σε Καινή Διαθήκη — Παθ., στο ίδ.
Middle Liddell
fut. ήσω
to supply besides, τί τινι NTest.: —Pass., NTest.
Chinese
原文音譯:™picorhgšw 誒披-何而-誒給哦
詞類次數:動詞(5)
原文字根:在上-合唱隊-帶領
字義溯源:充足供給,陳設,供給,給,供應,得供應,加上,必使,賜給;由(ἐπί)*=在⋯上)與(χορηγέω)=舞會主管)組成;其中 (χορηγέω)又由(χορός)*=圓場)與(ἄγω)*=帶領)組成。參讀 (ἄγω) (ἀναδίδωμι)同義字
出現次數:總共(5);林後(1);加(1);西(1);彼後(2)
譯字彙編:
1) 必使(1) 彼後1:11;
2) 加上(1) 彼後1:5;
3) 得供應(1) 西2:19;
4) 供應(1) 加3:5;
5) 賜(1) 林後9:10