δαπάνημα
καὶ νῦν περὶ ἀρετῆς ὃ ἔστιν ἐγὼ μὲν οὐκ οἶδα, σὺ μέντοι ἴσως πρότερον μὲν ᾔδησθα πρὶν ἐμοῦ ἅψασθαι, νῦν μέντοι ὅμοιος εἶ οὐκ εἰδότι → so now I do not know what virtue is; perhaps you knew before you contacted me, but now you are certainly like one who does not know
English (LSJ)
δαπανήματος, τό, cost, expense, mostly in plural, X.Cyr.8.1.9, Philem.96.6, IG7.2712.32 (Acraeph.); τοῖς ἰδίοις δαπανήμασιν BGU1130.21 (i B.C.), etc.; δαπανημάτων ἔνδεια = want of necessaries, Plb.9.42.4: sg. in Arist.EN1122a24, CIG3600 (Ilium), etc.
Spanish (DGE)
(δᾰπάνημα) δαπανήματος, τό
• Alolema(s): δαπάναμα SEG 31.572.8 (Tesalia III/II a.C.), IG 9(2).258.13 (Tesaliótide II a.C.), ICos ED 178.b(A).5 (III a.C.), ICr.1.5.5.3 (Arcades II a.C.)
• Prosodia: [-πᾰ-]
I 1gasto, gastos de dinero, y tb. c. valor aumentativo dispendio en buen o mal sent. δαπανημάτων δοτήρ pagador de dispendios n. de un funcionario en la admin. del imperio aqueménida, X.Cyr.8.1.9, οὐ γὰρ τὸ αὐτὸ δαπάνημα τριηράρχῳ καὶ ἀρχιθεωρῷ Arist.EN 1122a25, τὸ δὲ ἐσόμενον δαπάνημα ἐς τὰν παροικοδομίαν ... τελεσάντω ICos l.c., τὸ δαπάνημα πᾶν ἐτέλεσε παρ' ἑαυτῷ asumió todos los gastos Plu.Dio 17, μικρὰ δαπανήματα Plu.2.85e, cf. D.S.1.91, I.AI 335, ἐγένετο τὸ δαπάνημα τοῦ νομίσματος τάλαντα δισχίλια διακόσια τριάκοντα ἐννέα el gasto en dinero ascendió a 2239 talentos Callix.2.35, ἐνοχλουμένους ὑπό τε τῆς στρατείας καὶ τῶν δαπανημάτων OGI 5.44 (Escepsis IV a.C.), cf. IEphesos 43.19 (IV d.C.), ὀναλούσαντας τί κέ ποτα γινύειται δαπάνημα SEG l.c., διάκουστα καὶ ἐν ταῖς πέρι[ξ] πόλεσιν τὰ δαπανήματα αὐτοῦ γενέσθαι IG 7.2712.79 (Acrefía I d.C.), cf. D.Chr.38.2, c. determ. πολιτικὰ δαπανήματα POxy.1252ue.23 (III d.C.), cf. Luc.Patr.Enc.7, στρατιωτικὰ δαπανήματα Iust.Nou.128.19, c. gen. τὰ δαπανήματα τῶν κατάπλων καὶ ἀνάπλων PTeb.739.21 (II a.C.), c. giro prep. τὰ καθ' ἡμέραν δαπανήματα Philem.98.6, τὰ πρὸς τὰς λειτουργίας τῶν θυσιῶν δαπανήματα LXX 2Ma.3.3, τὸ γενόμενον εἰς τὴν ἐπισκευὴν (τῶν ἐργαστηρίων) δαπάνημα Welles, RC 24.14 (Pérgamo III a.C.), τὰ κατὰ τοὺς καρποὺς καὶ τὴν κατασπορὰν δαπανήματα PRyl.582.11 (I a.C.)
•en cláusulas de contratos προσαποτείσομεν ... [τῷ ὠνουμ] ένῳ ... τά τε βλάβη καὶ δαπανήματα PVindob.Boswinkel 6.18 (III d.C.), cf. UPZ 118.14 (II a.C.), POxy.2973.28 (II d.C.), ἀποτισάτω [ὁ] παραβὰς ... τά τε βλάβη καὶ δαπανήματα διπλᾶ PMich.584.31 (I d.C.), cf. PYoutie 19.27 (I d.C.), SB 12288.33 (II d.C.)
•registro de gastos Lyd.Mag.3.68.
2 dinero, expensas, fondos gastados o destinados a cubrir algún gasto, frec. c. verbos de ‘entregar’ τὸ δὲ δαπάνημα παρασχεῖν τοὺς ἐγλογεῖς ... ἀπὸ τῆς προσόδου τῆς πρὸς ἑαυτοὺς προσιούσης IG 12(5).1004.11 (Ios IV a.C.), cf. Epigr.Anat.25.1995.36.28 (Bargilia II/I a.C.), τὸ δαπάνημα δοθῆναι ἐκ τοῦ οἴκου Κύρου LXX 1Es.6.24, τὸ εἰς τὴν θυσίαν δαπάνημα IIl.55.18 (II a.C.), ἐκ τῶν τᾶς πόλεως δαπαναμάτων ICr.l.c., cf. IG l.c., τοῖς ἰδίοις δαπανήμασιν = a sus propias expensas, a su propia costa, BGU 1130.21 (I a.C.), cf. Hp.Or.Thess.422, IG 5(1).1146.17 (Gitio I a.C.), Stud.Pal.20.10.15 (II d.C.), ἀπορῶν δαπανημάτων Hierocl.Facet.55.
II no ref. a dinero provisiones, avituallamiento, víveres δαπανημάτων ἐνδείᾳ Plb.9.42.4
•alimentos, comida χρῆσθαι τοὺς Ἰουδαίους τοῖς ἑαυτῶν δαπανήμασιν καὶ νόμοις que utilicen los judíos sus propios alimentos y sus leyes LXX 2Ma.11.31, σητῶν δαπάνημα = pasto de las polillas Basil.M.30.20A.
German (Pape)
[Seite 522] τό, 1) dasselbe, im plur., Xen. Cyr. 8, 1, 3; wie τὰ καθ' ἡμέραν δαπανήματα Philem. Stob. dor. 97. 18. – 2) der Unterhalt, Zufuhr, Pol. 9, 42, 4.
French (Bailly abrégé)
δαπανήματος (τό) :
dépense, argent dépensé.
Étymologie: δαπανάω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δαπάνημα δαπανήματος, τό [δαπανάω] meestal plur. kosten.
Russian (Dvoretsky)
δᾰπάνημα: ατος (πᾰ) τό преимущ. pl.
1 расход, трата, издержки, Xen., Arst., Plut.;
2 средства, припасы (ἡ τῶν δαπανημάτων ἔνδεια Polyb.).
Greek Monolingual
το (AM δαπάνημα, Μ και δαπάνεμα) δαπανώ
τα είδη ή τα χρήματα που έχουν ξοδευτεί
μσν.
συμφορά, θεομηνία
αρχ.
πληθ. εφόδια.
Greek Monotonic
δᾰπάνημα: δαπανήματος, τό (δαπανάω), χρήματα που ξοδεύονται, αναγκαία έξοδα, σε Αριστ.· στον πληθ., έξοδα, ζημίες, σε Ξεν.
Greek (Liddell-Scott)
δαπάνημα: τό, τὰ δαπανηθέντα χρήματα, ἔξοδον, ἀνάλωμα, τὸ πλεῖστον κατὰ πληθ., Ξεν. Κύρ. 8. 1, 3, Συλλ. Ἐπιγρ. 1625. 13, κτλ.· δαπανημάτων ἔνδεια, ἔλλειψις τῶν ἀναγκαίων, Πολύβ. 9. 42, 4· ἑνικ. ἐν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 2, 2, κ. ἀλλ., Συλλ. Ἐπιγρ. 3600.