ζα

From LSJ

ἔνδον σκάπτε, ἔνδον ἡ πηγὴ τοῦ ἀγαθοῦ καὶ ἀεὶ ἀναβλύειν δυναμένη, ἐὰν ἀεὶ σκάπτῃς → Dig within. Within is the wellspring of Good; and it is always ready to bubble up, if you just dig | Look within. Within is the fountain of the good, and it will ever bubble up, if thou wilt ever dig.

Source

German (Pape)

[Seite 1135] praefixum ἐπιτατικόν, nach Schol. Ap. Rh. 1, 1029. 1159 u. Hesych. μέγα, ἰσχυρόν, πολύ, sehr (vgl. δα –); Plut. Symp. 5, 4, 1 τὸ ζᾶ μέγεθος εἴωθε σημαίνειν. – In einigen Zusammensetzungen dialektisch für διά, z. B. ζαβάλλειν, VLL., für διαβάλλειν, ζάβατος, Sappho, = διάβατος. Vgl. Buttm. Lezil. 1, 220 Anm. 4.

English (Autenrieth)

(διά): intensive prefix, like δα-.

Greek Monolingual

(I)
ζά (Α) (αιολ. τ. της πρόθ. διά)
1. σπάνια χρησιμοποιείται ως πρόθ. (α. «ζὰ τὰν σὰν ἰδέαν», Θεόκρ.
β. «ζὰ νυκτός», Ιω. Γραμματ.)
2. συνηθέστερα ως α' συνθετ. στα αιολ. σύνθετα ζαβάλλω, ζάβατος, ζάδηλος κ.λπ. αντί διαβάλλω, διάβατος, διάδηλος κ.λπ.
[ΕΤΥΜΟΛ. ζα < δja «διά» (πρβλ. Dyēus > Ζεύς, ελπίδjω > ελπίζω). Το ζ- προήλθε φωνητικά από το συμφωνικό σύμπλεγμα d + j (το j αποτελεί τη συμφωνική μορφή του ημιφώνου ι). Με ανάλογη συμφωνική προφορά του ημιφώνου η πρόθ. διά έδωσε στη Νέα Ελληνική τον τ. για].
(II)
τα (Μ ζᾱ)
τα ζώα.

Russian (Dvoretsky)

ζα: II усилит. приставка со знач. очень, весьма, вполне (ср. напр. ζά-θεος).

Frisk Etymological English

Grammatical information: very
Meaning: mostly strengthening in ep. compp. like ζαής (s. v.), ζά-θεος very godlike, saint, ζά-κοτος very angry, Ζά-λευκος PN.
Other forms: Aeolic form of διά,
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: While for ζα- under unknown conditions δα- occurs, we find through inverse writing (or pronunciation?) also ζα- for expected δα-, e. g. in ζά-πεδον for δά-πεδον, ζα-κόρος for *δα-κόρος, prob. alo in ζακρυόεις; s. v. - Schwyzer 330f., Schwyzer-Debrunner 449, Chantraine Gramm. hom. 1, 169; further Risch Mus. Helv. 3, 255 n. 2.

Middle Liddell

insep. Prefix, = δα-, ἀρι-, ἐρι-, very, as in ζά-θεος, ζά-κοτος, ζα-μενής, etc.

Mantoulidis Etymological

ἀντί διά. Προθεματικό μεγεθυντικό μόριο ὅπως τά: ἀρι-, ἐρι -, π.χ. ζαμενής (=ὁρμητικός), ζάπλουτος.