ζυμίζω
From LSJ
English (LSJ)
to be like leaven, τὴν ὀσμήν Dsc.2.80.
German (Pape)
[Seite 1141] τὴν ὀσμήν, sauer riechen, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
ζῡμίζω: ὁμοιάζω μὲ προζύμιον, Διοσκ. 2. 98.
Greek Monolingual
ζυμίζω (Α) ζύμη
μοιάζω με ζύμη, με προζύμι («ζυμίζουσα τὴν ὀσμήν», Διοσκ.).