κήξ
English (LSJ)
κηκός, ἡ, a sea-bird, perhaps the tern or sea-swallow, ἄντλῳ δ' ἐνδούπησε πεσοῦσ' ὡς εἰναλίη κήξ Od.15.479:—also in the forms καύαξ, = λάρος, Hsch., and καύηξ Hippon.2 (nisi leg. καύης, q.v.), Antim.Eleg.6, Euph.130, Call.Fr.167, Lyc.741, AP7.652 (Leon.); κῆϋξ, Babr.115.2, Dionys.Av.2.7.
German (Pape)
[Seite 1432] κηκός, ἡ, ein Meervogel, auch κήϋξ u. καύηξ genannt, Seemöve; εἰναλίη Od. 15, 478, wo die Schol. es durch λάρος u. αἴθυια erklären; vgl. noch Schol. Ar. Av. 251.
French (Bailly abrégé)
κηκός (ἡ) :
plongeon ou mouette, oiseau de mer.
Étymologie: DELG onomatopée.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κήξ, κηκός, ἡ, ook καύηξ stern, zeezwaluw (vogel).
Russian (Dvoretsky)
κήξ: κηκός ἡ предполож. морская чайка Hom.
Greek (Liddell-Scott)
κήξ: κηκός, ἡ, θαλάσσιόν τι πτηνὸν ὁρμῶν εἰς τὴν θάλασσαν ὅπως συλλάβῃ τὴν λείαν του, ἴσως ὁ λάρος, ἄντλῳ δ’ ἐνδούπησε πεσὼν ὡς εἰναλίη κὴξ Ὀδ. Ο. 479. ― Ὁ ἐξ ἀρχῆς τύπος φαίνεται ὅτι ἦτο κάFαξ, ὁπόθεν καύαξ καὶ καύηξ Ἀντίμ. 7, Εὔφορ. 87, Ἀνθ. Π. 7. 652· κῆϋξ Βαβρ. 115. 2, Ἰξευτ. 2. 7· καὶ ἴσως ὁ ἀληθὴς τύπος παρ’ Ὁμ. εἶναι κηῦξ ὡς μονοσύλλ.· καύης Ἱππῶν. 5. ― Ὁ μῦθος περὶ Κήυκος καὶ Ἀλκυόνης ἀνήκει εἰς τοὺς μεθ’ Ὅμηρον χρόνους, ἴδε Ὀβιδ. Μεταμορφ. 11. 272, κἑξ.
English (Autenrieth)
Greek Monotonic
κήξ: κηκός, ἡ, θαλασσινό πουλί που βουτάει στη θάλασσα για να αρπάξει τη λεία του, πιθ. ο γλάρος, θαλασσοπούλι, σε Ομήρ. Οδ.
Frisk Etymological English
See also: s. καύαξ.
Middle Liddell
κήξ, κηκός, ἡ,
a sea-bird that dashes into the sea to seize its prey, perhaps the tern or gannet, Od.
Frisk Etymology German
κήξ: {kḗks}
See also: s. καύαξ.
Page 1,841