παρασκευαστικός

From LSJ

ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρασκευαστικός Medium diacritics: παρασκευαστικός Low diacritics: παρασκευαστικός Capitals: ΠΑΡΑΣΚΕΥΑΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: paraskeuastikós Transliteration B: paraskeuastikos Transliteration C: paraskevastikos Beta Code: paraskeuastiko/s

English (LSJ)

παρασκευαστική, παρασκευαστικόν,
A skilled in providing, τῶν εἰς τὸν πόλεμον X.Mem.3.1.6, cf. Arist. VV1250a3; παρασκευαστικὸς ἡδονῆς, λύπης, ἀταραξίας, causing them, Thphr. Char. 5.1, 19.1, Phld.Piet.65; βεβαίου τόπου Epicur.Nat.11.11; νόσου Alcmaeon 4 (v.l.), cf. Porph.Abst.1.33; ὄγκου αἱ φαντασίαι παρασκευαστικώταται Longin.15.1; παρασκευαστικὸς πρός τι Andronic.Rhod.p.574M.
2 abs., preparatory, opp. ἀποθεραπευτικός, Gal.6.117, cf. Asclep.Bith. ap.Cael.Aur.TP2.13.
3 ἡ παρασκευαστικὴ βίβλος = treatise on preparations for defence, Aen.Tact.7.4, al.; τὸ παρασκευαστικόν the signal for making ready (to march), D.C.47.43.

German (Pape)

[Seite 498] ή, όν, zubereitend, vorbereitend; τῶν εἰς τὸν πόλεμον Xen. Mem. 3, 1, 6; Sp.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui prépare, préparatoire.
Étymologie: παρασκευάζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρασκευαστικός -ή -όν [παρασκευάζω] in staat te verschaffen, met gen.: παρασκευαστικὸν τῶν εἰς τὸν πόλεμον τὸν στρατηγὸν εἶναι χρή de veldheer moet in staat zijn de benodigdheden voor de oorlog te leveren Xen. Mem. 3.1.6; ἡδονῆς π. om (iem.) een plezier te doen Thphr. Char. 5.1.

Russian (Dvoretsky)

παρασκευαστικός: опытный в подготовке, умеющий обеспечивать (π. τῶν εἰς τὸν πόλεμον Xen.).

Greek Monolingual

-ή, -ό / παρασκευαστικός, -ή, -όν, ΝΑ παρασκευάζω
ο ικανός, ο έμπειρος στο να προετοιμάζει κάτι
αρχ.
1. προπαρασκευαστικός
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ παρασκευαστικόν
σύνθημα που δινόταν σε ομάδα ανδρών ώστε να προετοιμαστούν για πορεία
3. φρ. «παρασκευαστική βίβλος» — πραγματεία που αναφέρεται στην προετοιμασία της άμυνας.

Greek Monotonic

παρασκευαστικός: -ή, -όν, έμπειρος στην παρασκευή, τινος, σε Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

παρασκευαστικός: -ή, -όν, ὁ ἔμπειρος εἰς τὸ παρασκευάζειν, τινος Ξεν. Ἀπομν. 3. 1, 6, Ἀριστ. π. Ἀρετ. κ. Κακ. 2, 1· π. ἡδονῆς, λύπης, προξενῶν ἡδονήν, κτλ., Θεοφρ. Χαρακτ. 5 καὶ 19· νόσου Ἀλκαῖ. παρὰ Στοβ. 101. 2. 2) ἀπολ., προπαρασκευαστικός, Γαλην.· τὸ παρασκευαστικόν, τὸ σημεῖον ὅπως ἑτοιμασθῶσιν οἱ ἄνδρες (πρὸς πορείαν), Δίων Κ. 47. 43).

Middle Liddell

παρασκευαστικός, ή, όν [from παρασκευάζω
skilled in providing, τινος Xen.