περικρούω

From LSJ

Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück

Menander, Monostichoi, 417
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περικρούω Medium diacritics: περικρούω Low diacritics: περικρούω Capitals: ΠΕΡΙΚΡΟΥΩ
Transliteration A: perikroúō Transliteration B: perikrouō Transliteration C: perikroyo Beta Code: perikrou/w

English (LSJ)

A strike off all round, περικρουσθεῖσα πέτρας τε καὶ ὄστρεα having stones and shells knocked off, stripped of them, Pl.R. 611e; ὅταν περικρονσθῶσιν οἱ ἀγκῶνες when the headlands are broken away, by the river overflowing, Str.12.8.19.
2 strike all round, ring a metal or earthen vessel, to see if it is cracked, εἴ πῄ τι σαθρὸν ἔχει (ἠχεῖ Wytt.), πᾶν περικρούωμεν Pl.Phlb. 55c: metaph., Iamb.Myst.8.5: hence περικεκρονμένος unsound, cracked, Com.Adesp.888.
3 twist round, of a wrestler, Plu.2.234d.
4 Pass., to be buffeted on every side, ib.831a.
5 π. πέδας fasten fetters on one, ib.499a.

German (Pape)

[Seite 581] rings herum schlagen, herunterschlagen, περικρουσθεῖσα πέτρας τε καὶ ὄστρεα, wovon Steine und Muscheln rings abgeschlagen sind, Plat. Rep. X, 611 e; περικεκρουμένος ἄνθρωπος erkl. Phryn. in B. A. p. 60 οὐχ ὁλόκληρος, übertr., von angebrochenen, abgenutzten Gefäßen; aber πέδας τινί, Plut. an vitios. ad intelic. sufficiat 3, ist = Fesseln anlegen, anschmieden. – Auch = ein irdenes Gefäß dadurch, daß man rund herum daran schlägt, prüfen, ob es auch keine Risse hat, übh. prüfen, Plat. Phil. 55 c.

French (Bailly abrégé)

1 heurter ou frapper tout autour ; fig. τινά, frapper ou attaquer qqn de tous côtés;
2 ajuster en frappant autour : πέδας τινί PLUT frapper tout autour avec le marteau pour mettre des entraves à qqn;
3 enlever tout autour par un choc.
Étymologie: περί, κρούω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περι-κρούω, met acc. rondom bekloppen; Plat. Phlb. 55c; rondom vastslaan:; περικρούειν πέδας de voetboeien vastslaan Men. Dysc. 414; pass. rondom ontdaan worden van, met acc.: (ἡ ψυχή) περικρουσθεῖσα πέτρας wanneer (de ziel) ontdaan is van de stenen (die nu aan de ziel zijn vastgeplakt) Plat. Resp. 611e.

Russian (Dvoretsky)

περικρούω:
1 бить во все стороны, рассыпать удары вокруг: π. ἐν χειραψία Plut. сцепившись, наносить удары;
2 обстукивать (εἴ πῄ τι σαθρὸν ἔχει, πᾶν περικρούωμεν Plat.);
3 поражать со всех сторон: ὑπὸ πάντων περικρουόμενος Plut. всеми теснимый;
4 отовсюду отбивать, отламывать: περικρουσθεὶς πέτρας τε καὶ ὄστρεα Plat. освобожденный от (нанесенных отовсюду) камней и раковин;
5 набивать: π. πέδας τινί Plut. надевать оковы на кого-л.

Greek (Liddell-Scott)

περικρούω: κρούων ἀφαιρῶ ἢ ἀποσπῶ ὁλόγυρα, περικρουσθεῖσα πέτρας τε καὶ ὄστρεα, ἀφ’ ἧς ἀπεκρούσθησαν λίθοι καὶ ὄστρεα, ἀπογυμνωθεῖσα αὐτῶν, Πλάτ. Πολ. 611Ε· ὅταν περικρουσθῶσιν οἱ ἀγκῶνες, ὅταν οἱ ἐξέχοντες κρημνοὶ ἀποκοπῶσιν ὑπὸ τῆς πλημμύρας τοῦ ποταμοῦ, Στράβ. 580. 2) κρούω ὁλόγυρα, κρούω μετάλλινον ἢ πήλινον ἀγγεῖον ἵνα κρίνω ἐκ τοῦ ἤχου ἂν εἶναι τεθραυσμένον, εἴ πή τι σαθρὸν ἔχει (ἠχεῖ Wytt.) πᾶν περικρούωμεν Πλάτ. Φίληβ. 55C· πρβλ. διακρούω· - ἐντεῦθεν περικεκρουμένος, οὐχὶ ὑγιής, διερρωγώς, Κωμικ. Ἀνώνυμ. 275· ἴδε παρακρούω Ι. 3. 3) προσβάλλω πανταχόθεν, Πλούτ. 2. 234D, πρβλ. 831Α. 4) π. πέδας, προσάπτω δεσμὰ εἴς τινα, αὐτόθι 499Α.

Greek Monolingual

Α
1. κρούω, χτυπώ κάποιον ή κάτι ολόγυρα
2. (ειδικά) χτυπώ πήλινο ή μετάλλινο αγγείο από όλες τις πλευρές για να διαπιστώσω από τον ήχο του αν είναι σπασμένο ή όχι («εἴ πή τι σαθρὸν ἔχει, πᾶν περικρούωμεν», Πλάτ.)
3. (κυρίως το παθ.) περικρούομαι
α) υφίσταμαι απόσπαση κατά μήκος ολόκληρης της επιφάνειάς μου με πλήγματα από παντού («φασὶ δὲ καὶ δίκας εἶναι τῷ Μαιάνδρῳ μεταφέροντι τὰς χώρας, ὅταν περικρουσθῶσιν οἱ ἀγκώνες», Στράβ.)
β) (για πρόσ.) ραπίζομαι και στα δύο μάγουλα
4. (η μτχ. αρσ. μέσ. παρακμ. ως ουσ.) ὁ περικεκρουμένος
(για πρόσ.) ασθενής
5. φρ. «περικρούω πέδας» — περιβάλλω τα πόδια κάποιου με σιδερένια δεσμά, τοποθετώ σιδερένια δεσμά στα πόδια κάποιου.

Greek Monotonic

περικρούω: μέλ. -σω, αφαιρώ με χτύπημα — Παθ., περικρουσθεῖσα πέτρας τε καὶ ὄστρεα, έχοντας διώξει πέτρες και όστρακα, την απογύμνωσε από αυτά, σε Πλάτ.

Middle Liddell

fut. σω
to strike off all round: Pass., περικρουσθεῖσα πέτρας τε καὶ ὄστρεα having stones and shells knocked off, stripped of them, Plat.