προθέσμιος

From LSJ

τὸ γὰρ πράττειν τοῦ λέγειν καὶ χειροτονεῖν ὕστερον ὂν τῇ τάξει, πρότερον τῇ δυνάμει καὶ κρεῖττόν ἐστιν (Demosthenes 3.15) → for action, even though posterior in the order of events to speaking and voting, is prior in importance and superior

Source

Middle Liddell

προ-θέσμιος, η, ον θεσμός
I. foreappointed, Luc.
II. προθεσμία (sc. ἡμέρα, in Attic law, a day appointed beforehand, within which money was to be paid, actions brought, claims made, elections held, Dem., Aeschin.: —generally, an appointed time, Plat.

German (Pape)

[Seite 723] vorher festgesetzt; ἡ προθεσμία, sc. ἡμέρα, vorher anberaumter Termin, eine bestimmte Frist, bis zur Verjährung in Geldsachen u. sonst, Plat. Legg. XII, 954 de; προθεσμίας οὐδεμιᾶς οὔσης τῷ κινδύνῳ, Lys. 7, 17; ἀδικημάτων, Verjährung, 13, 83 u. öfter; Aesch. 1, 39; Dem. 38, 27, ὡς εἰκοστῷ λαγχάνειν ἔτει δίκαιόν ἐστι, τοῦ νόμου πέντε ἔτη τὴν προθεσμίαν δεδωκότος; Sp., προθεσμίας ὁρίζεσθαι, Termin festsetzen, Luc. Nigr. 27.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
fixé d'avance;
ἡ προθεσμία (ἡμέρα) jour fixé d'avance pour une échéance légale, échéance (d'une dette), terme (d'une assignation) ; échéance en gén.
Étymologie: πρό, θέσμιος.

Russian (Dvoretsky)

προθέσμιος: заранее назначенный (ἑορτή Luc.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προθέσμιος -α -ον [πρό, θεσμός] vooraf bepaald:; προθεσμίας ὁριζομένους ἑορτάς voor zichzelf vooraf bepaalde feestdagen vaststellend Luc. 8.27; subst. ἡ προθεσμία vastgestelde dag:; ἄχρι τῆς προθεσμίας τοῦ πατρός tot aan de dag die zijn vader tevoren heeft bepaald NT Gal. 4.2; vastgestelde tijd, termijn:. τριετῆ τὴν προθεσμίαν εἶναι dat de termijn drie jaar is Plat. Lg. 954d.

English (Strong)

from πρό and a derivative of τίθημι; fixed beforehand, i.e. (feminine with ἡμέρα implied) a designated day: time appointed.

English (Thayer)

προθεσμία, προθεσμιον (πρό (which see in d. β.) and θεσμός fixed, appointed), set beforehand, appointed or determined beforehand, pre-arranged (Lucian, Nigr. 27); ἡ προθεσμία, namely, ἡμέρα, the day previously appointed; universally, the pre-appointed time: Lysias, Plato, Demosthenes, Aeschines, Diodorus, Philo — cf. Siegfried, Philo, p. 113, Josephus, Plutarch, others; ecclesiastical writings; cf. Kypke and Hilgenfeld on Galatians , the passage cited.)

Greek Monolingual

-ία, -ον, Α
ο καθορισμένος εκ τών προτέρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + θέσμιος (< θεσμός)].

Greek Monotonic

προθέσμιος: -α, -ον (θεσμός),
I. ορισμένος εκ των προτέρων, σε Λουκ.
II. προθεσμία (ενν. ἡμέρα), , στο Αττ. δίκαιο, ημέρα καθορισμένη από πριν μέσα στην οποία έπρεπε να πληρωθούν χρήματα, να ασκηθεί αγωγή, να εκτελεστούν ενέργειες, εκλογές, σε Δημ., Αισχίν.· γενικά, προκαθορισμένος χρόνος, σε Πλάτ.