προπορεύω

From LSJ

ἀδικία ἕξις ὑπεροπτικὴ νόμων → injustice: the state of despising the laws

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προπορεύω Medium diacritics: προπορεύω Low diacritics: προπορεύω Capitals: ΠΡΟΠΟΡΕΥΩ
Transliteration A: proporeúō Transliteration B: proporeuō Transliteration C: proporeyo Beta Code: proporeu/w

English (LSJ)

A cause to go before, Ael.NA10.22:—Pass., with aor. Med., go before, Aen.Tact. 23.10, etc.; π. τινός Arist.Mir.844b5, Act.Ap.7.40; πρὸ προσώπου τινός LXX Ex.32.34, Ev.Luc.1.76; πρὸ τοῦ στρατοῦ Arr.An.5.15.1; π. ἐπὶ δὔ ἡμέραις Plb.3.52.8; οἱ προπορευόμενοι the van, Id.2.27.2, etc.; ἡ προπορευομένη, = πρόπολος, Seleuc. ap. Ath.6.267c; of a river, flow onward, LXX Ge.2.14(v.l.).
2 come forward, Plb.1.80.8, etc.
3 to be promoted, advance, πρὸς τὴν στρατηγίαν Id.28.6.9, cf. 2.4.2.

German (Pape)

[Seite 741] vorweg, voran schicken, Ael. H. A. 10, 22; – gew. dep. pass., vorangehen, -marschiren, Xen. Cyr. 4, 2, 23; τινός, vor Einem, Pol. 18, 2, 5 u. öfter; aber προπορεύεσθαι πρὸς τὴν ἀρχήν, 2, 4, 2, ist »sich um ein Amt bewerben«, und soll vielleicht προσπορεύεσθαι heißen. – Auch τινά, zuvorkommen, einholen, übertreffen.

French (Bailly abrégé)

envoyer devant;
Moy. προπορεύομαι avancer, marcher en avant.
Étymologie: πρό, πορεύω.

Greek (Liddell-Scott)

προπορεύω: κάμνω ἢ βάλλω τι νὰ προπορεύηται, Αἰλ. π. Ζ. 10. 22, ἔνθα νῦν προπομπεύω: ― Παθ., μετὰ μέσ. ἀορ., προπορεύομαι, προηγοῦμαι, πρ. ἔμπροσθεν Ξεν. Κύρ. 4. 2, 23· πρ. τινος Ἀριστ. π. Θαυμασ. 137· πρ. ἐπὶ δύο ἡμέρας Πολύβ. 3. 52, 8· οἱ προπορευσάμενοι, ἡ «ἐμπροσθοφυλακή», ὁ αὐτ. 2. 27, 2, κτλ.· ἡ προπορευομένη = πρόπολος, Ἀθήν. 267C· ἐπί ποταμοῦ, ῥέω πρὸς τὰ ἐμπρός, Ἑβδ. (Γέν. Β΄, 14). 2) ἔρχομαι πρὸς τὰ ἐμπρός, Πολύβ. 1. 80, 8, κτλ. 3) προάγομαι, προβιβάζομαι, χωρῶ πρός τι ἀνώτερον, πρὸς τὴν στρατηγίαν ὁ αὐτ. 28. 6, 9, πρβλ. 2. 2. 10., 2. 4, 2.

English (Thayer)

1future middle προπορεύσομαί; to send before, to make to precede (Aelian nat. an. 10,22 (vat.)); middle to go before, to precede (see πρό, d. ἆ.): τίνος (on which genitive see Winer's Grammar, § 52,2c.), to go before one, of a leader, πρό προσώπου τίνος (after the IIebr., Xenophon, Cyril 4,2, 23; Polybius). (Cf. ἔρχομαι, at the end.)

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-πορεύω, med. (met aor. - θη) voor... uitgaan, met gen.: ποίησον ἡμῖν θεοὺς οἳ προπορεύσονται ἡμῶν maak goden voor ons die voor ons uit kunnen gaan NT Act. Ap. 7.40.