σημειωτικός
Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)
English (LSJ)
σημειωτική, σημειωτικόν,
A observant of signs, ὁ ὄντως φιλόσοφος σημειωτικός Porph. Abst.2.49. Adv. σημειωτικῶς = by means of signs S.E.M.8.158.
II σημειωτικόν, τό, the science of symptoms in medicine, diagnosis, Gal.14.689; name of treatise on diagnosis, Sor.1.124.
German (Pape)
[Seite 875] zum Zeichnen, Bezeichnen, Vorbedeuten gehörig, geschickt; ἡ σημειωτική, verst. τέχνη, die Lehre von den Kennzeichen der Krankheiten, Sp. – Adv., ἐλέγχειν, S. Emp. adv. log. 2, 158.
Greek (Liddell-Scott)
σημειωτικός: -ή, -όν, ὁ παρατηρῶν τὰ σημεῖα, παρατηρητικός, ὁ ὄντως φιλόσοφος σ. Πορφύρ. π. Ἀποχ. Ἐμψύχ. 2. 49. ΙΙ. ἡ σημειωτικὴ (ἐξυπακ. τέχνη), ἡ γνῶσις καὶ διάκρισις τῶν συμπτωμάτων ἐν τῇ ἰατρικῇ, ἡ διάγνωσις, Γαλην.
Greek Monolingual
-ή, -ό / σημειωτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ
νεοελλ.
1. το θηλ. ως ουσ. η σημειωτική
α) γλωσσ. η σημειολογία
β) ιατρ. παλαιός όρος για την συμπτωματολογία
2. φρ. α) «σημειωτικό σύμπτωμα»
ιατρ. το σύμπτωμα που επιτρέπει την εντόπιση της έδρας της πάθησης ενός νευρικού κέντρου
β) «σημειωτική λειτουργία»
(ψυχ.) ικανότητα αναπαράστασης μέσω ενός διαφοροποιημένου σημαίνοντος, λ.χ. σημείου ή συμβόλου, ενός οποιουδήποτε σημαινομένου, λ.χ. μιας κατάστασης ή ενός αντικειμένου, που είναι αντιληπτό ή μη κατά το παρόν
μσν.-αρχ.
αυτός που παρέχει ένδειξη, που σημαίνει, ενδεικτικός («τὰ σημειωτικὰ τῶν πραγμάτων ὀνόματα», Γρηγ. Νύσσ.)
αρχ.
1. αυτός που έχει την ικανότητα ή την ευχέρεια να σημειώνει, ο παρατηρητικός («ὁ ὄντως φιλόσοφος σημειωτικός», Πορφ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ σημειωτικόν
η ικανότητα για σωστή διάγνωση νόσου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σημειωτός. Ο τ. σημειωτική, ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής, είναι αντιδάνειος, πρβλ. αγγλ. semeiotics].