τριχάϊκες
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
English (LSJ)
[ᾱῑ], οἱ, the threefold people, Δωριέες, so called from their three tribes ('Υλλῆς, Δυμᾶνες, Πάμφυλοι), Od.19.177; πάντες δὲ τριχάϊκες καλέονται τρισσὴν οὕνεκα γαῖαν ἑκὰς πάτρης ἐδάσαντο Hes. Fr.191. (Apollon. ap. Sch.Od. l. c. compares κορυθάϊξ-ῑκος and explains it as 'shaking the hair of their crests'; others rendered it τρίλοφοι, and others ὀρχησταί: more prob. Hesiod is right as to the sense; the first part is τρίχα (Adv.), the second not ἑκάς (as Hes. seems to suggest) but ϝῐκ- = Skt. viś- 'village', cogn. with ϝοῖκος; or ϝεικ-, another grade of the same root.)
French (Bailly abrégé)
ων;
adj. m. : aux trois tribus, ép. des Doriens, à cause des trois tribus principales, Ὑλλεῖς, Δυμᾶνες, Πάμφυλοι (vraisembl. de τρίχα);
sel. d'autres, à la crinière flottante (de θρίξ et ἀΐσσω).
Greek (Liddell-Scott)
τρῐχάϊκες: [-ᾱῑ-], οἱ, οἱ εἰς τρία διῃρημένοι, δηλ. οἱ Δωριεῖς κληθέντες οὕτως ἐκ τῶν τριῶν αὑτῶν φυλῶν (Ὑλλαῖοι, Δυμᾶνες, Πάμφυλοι), Ὀδ. Τ. 177, Ἡσ. Ἀποσπ. 68· πρβλ. Müller Dor. 1. 1, § κἑξ., Thirlw. H. of. Gr. 1, παράρτ. 1, Grote 2. 486 (Κατὰ τὸν σχηματισμὸν ἡ λέξις εἶναι ὁμοία τῷ κορυθάϊξ, -άῑκος, ὅπερ δύναταί τις νὰ ἀναφέρῃ εἰς √ΑΙΚ, ἀΐσσω).
Greek Monolingual
οἱ, Α
(ως προσωνυμία τών Δωριέων οι οποίοι ήταν χωρισμένοι σε τρεις φυλές, στους Ὑλλῆς, τους Δυμᾱνες και τους Παμφύλους) οι διηρημένοι στα τρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δυσερμήνευτος τ. αβέβαιης σημ. και ετυμολ. Κατά μία άποψη, ο τ. τριχάϊκες (< τριχα-Fικ-ες) με σημ. «αυτοί που αποτελούνται από τρεις φυλές» έχει σχηματιστεί από το επίρρ. τρίχα «σε τρία μέρη» και τη μηδενισμένη βαθμίδα wik- της ρίζας της λ. οἶκος (πρβλ. αρχ. ινδ. viś- «ομάδα από πολλές οικογένειες, κοινότητα»). Δυσχέρειες, όμως, γεννά τόσο το γεγονός ότι πρόκειται για μεμονωμένο τ. που εμφανίζει ως α΄ συνθετικό τριχα- αντί του αναμενόμενου τρι- όσο και τα δυσερμήνευτα μακρά -α- και -ι- του τ. Επικρατέστερη, εξάλλου, θεωρείται η άποψη ότι ο τ. τριχάϊκες με σημ. «αυτοί που έχουν μαλλιά που ανεμίζουν», έχει σχηματιστεί < θρίξ, τριχός + -ᾱϊξ, -ᾱϊκος (θ. αϊξ- του μέλλ. αΐξω του ρ. ἀΐσσω «σκιρτώ, αναπηδώ»), πρβλ. κορυθάϊξ, πολυάϊξ].
Greek Monotonic
τρῐχάϊκες: [-ᾱῑ-], οἱ, οι άνθρωποι που έχουν χωριστοί στα τρία, δηλ. οι Δωριείς, που ονομάζονταν έτσι από τις τρεις φυλές τους, σε Ομήρ. Οδ. (αμφίβ. προέλ.).
Frisk Etymology German
τριχάϊκες: (αι)
{trikháïkes}
Grammar: m. pl.
Meaning: Beiwort der Dorier (τ 177, Hes. Fr. 191),
Etymology: wahrscheinlich haarschüttelnd wie κορυθάϊξ (χ 132) helmschüttelnd. So (mit Apollon. ap. Sch. zu τ 177, EM) u.a. Leumann Hom. Wörter 65. Das Wort wurde aber früh auf die drei Stämme der Dorier bezogen (so schon Hes. a. O.), eine Erklärung, die in neuerer Zeit mehrfach Beifall gefunden hat (s. Bq, Leumann a. O., auch Fraenkel Gnomon 23, 374). Man hätte aber dann unbedingt *τρίϝικες erwartet. — Andere Pisani Arch. glottol. it. 50,1 ff. zu (Ἀχαιϝοί usw.).
Page 2,934
German (Pape)
οἱ, die dreifach Geteilten, heißen die Dorier, Od. 19.177, Hes. frg. 68; was Böckh explic. Pind. Ol. 7.76 vom dreifachen Helmbusch erkl., wie κορυθάϊξ; Andere von einem auf dem Helme flatternden Roßhaarbusch (τρίχες- ἀΐσσω). Die Erkl. dachten zum Teil an den dreifachen Wohnort der Dorier im Peloponnes, in Thessalien, in Kreta, zum Teil an die drei Dorischen Phylen.