ἀποκορυφόω
ὥσπερ γὰρ ζώου τῶν ὄψεων ἀφαιρεθεισῶν ἀχρειοῦται τὸ ὅλον, οὕτως ἐξ ἱστορίας ἀναιρεθείσης τῆς ἀληθείας τὸ καταλειπόμενον αὐτῆς ἀνωφελὲς γίνεται διήγημα → for just as a living creature which has lost its eyesight is wholly incapacitated, so if history is stripped of her truth all that is left is but an idle tale | for, just as closed eyes make the rest of an animal useless, what is left from a history blind to the truth is just a pointless tale
English (LSJ)
A bring to a point, Plb.3.49.6:—Pass., rise to a head, εἰς ὀξύ Hp.Prog.7; run to a point, φλὸξ ἀ. Thphr. Ign.53: metaph., culminate, εἰς εἰς ἓν -κορυφοῦται ἡ νόησις Dam.Pr.213.
2 metaph., ἀπεκορύφου σφι τάδε gave them this summary answer, Hdt.5.73; cause to culminate, διδασκαλίαν εἰς θεολογίαν Simp.in Ph.1359.8, cf. in Cael.126.3.
Spanish (DGE)
I 1dar forma puntiaguda ῥέοντες παρ' ἑκατέραν τὴν πλευράν, ἀποκορυφοῦσιν αὐτῆς τὸ σχῆμα de una lengua de tierra, Plb.3.49.6
•en v. med. tomar forma puntiaguda ἐν ταῖς ἀπνοίαις ἀποκορυφοῦται ... ἡ φλόξ Thphr.Ign.53, ἥκιστα ἐς ὀξὺ ἀποκορυφούμενα (acumulaciones de pus) no terminadas en punta, de forma no puntiaguda Hp.Prog.7, cf. Gal.8.327.
2 fig. hacer culminar τὴν περὶ τῶν φυσικῶν ἀρχῶν διδασκαλίαν εἰς τὴν ... θεολογίαν Simp.in Ph.1359.6, τὰς ἐναντιώσεις ἢ ἀντιθέσεις Simp.in Cael.126.3
•en v. med. culminar εἰς ἓν ἀποκορυφοῦται ἡ νόησις Dam.in Prm.213.
II resumir, decir brevemente ἀπεκορύφου σφι τάδε Hdt.5.73.
German (Pape)
[Seite 308] zuspitzen, σχῆμα Pol. 3, 49; πυραμίδα Nicom. arithm. – Dah. die Hauptsachen kurz zusammenfassen, Her. 5, 73. – Pass., spitz zulaufen, Theophr.
French (Bailly abrégé)
ἀποκορυφῶ :
récapituler en peu de mots.
Étymologie: ἀπό, κορυφόω.
Russian (Dvoretsky)
ἀποκορῠφόω:
1 придавать остроконечную форму, заострять (τὸ σχῆμά τινος Polyb.);
2 сжато отвечать (τινί τι Her.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀποκορῠφόω: σχηματίζω κορυφήν, Πολύβ. 3. 49, 6: - Παθ. ἐπὶ οἰδημάτων, ἀποκυρτοῦμαι εἰς ὀξύ, τὰ δὲ μεγάλα τε ἐόντα καὶ πλατέα καὶ ἥκιστα ἐς ὀξὺ κορυφούμενα Ἱππ. Προγν. 39: λήγω εἰς ὀξύ, ἐν ταῖς ἀπνοίαις ἀποκορυφοῦται μάλιστα ἡ φλὸξ Θεοφρ. περὶ Πυρὸς 53. 2) μεταφ., ἀπεκορύφου σφι τάδε, ἔδιδεν εἰς αὐτοὺς τὴν σύντομον, κεφαλαιώδη ἀπόκρισιν, Ἡρόδ. 5. 73, πρβλ. ἐκκορυφόω.
Greek Monotonic
ἀποκορῠφόω: μέλ. -ώσω, οδηγώ σε κορύφωση, σχηματίζω κορυφή· μεταφ., ἀπεκορύφου σφιτάδε, έδινε σ' αυτούς τη σύντομη αυτή, την κεφαλαιώδη απόκριση, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
to bring to a point:— metaph., ἀπεκορύφου σφι τάδε gave them this short answer, Hdt.