κορυφόω

From LSJ
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κορῠφόω Medium diacritics: κορυφόω Low diacritics: κορυφόω Capitals: ΚΟΡΥΦΟΩ
Transliteration A: koryphóō Transliteration B: koryphoō Transliteration C: koryfoo Beta Code: korufo/w

English (LSJ)

A bring to a head, ἰόνθους Archig. ap. Orib.Syn.8.58; τὴν περὶ τὰ πρέμνα γῆν Gp. 5.26.9:—Pass., [κῦμα] κυρτὸν ἐὸν κορυφοῦται rises with arching crest (cf. κορύσσω ΙΙ), Il.4.426; κορυφουμένων [ἑλκέων] ὅκως ἐν θαλάσσῃ κύματα Aret.SD2.9: metaph., τὸ ἔσχατον κορυφοῦται βασιλεῦσι kings are on the highest pinnacle, Pi.O.1.113; κορυφουμένου τοῦ πολέμου coming to a crisis, J.BJ6.2.9; πόθου κορυφούμενον σάλον Aristaenet. 1.10.
II roof over, ὀπαῖον Plu.Per.13.
III Pass., to be concluded, κεκορυφωμένου τοῦ κεφαλαίου Phld.Rh.1.122 S.; κορυφούμενος εἰς ἓν ἀριθμός being summed up, AP7.429 (Alc.Mityl.):—Med., sum up, τὴν οὐσίαν τοῦ θεοῦ Jul.Or.4.143b.

French (Bailly abrégé)

κορυφῶ :
achever, accomplir;
Moy. κορυφόομαι, κορυφοῦμαι s'élever, se soulever, se gonfler.
Étymologie: κορυφή.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κορυφόω [κορυφή] boven op... zetten:. τὸ δ’ ὀπαῖον ἐπὶ τοῦ ἀνακτόρου Ξενοκλῆς... ἐκορύφωσε het open dak heeft Xenocles op de tempel gezet Plut. Per. 13.7. pass.: zich verheffen:; κῦμα... κυρτὸν ἐὸν κορυφοῦται de golf krult om en rijst hoog op Il. 4.426; overdr. het toppunt zijn:. τὸ δ’ ἔσχατον κορυφοῦται βασιλεῦσι de hoogste bekroning is weggelegd voor koningen Pind. O. 1.113.

German (Pape)

Etwas zu einem Gipfel, einer Spitze machen, es auf die höchste Höhe bringen, vollenden; act. erst Sp., wie Plut. Pericl. 13; Geop. – Pass., κῦμα κορυφοῦται, die Woge gipfelt sich, erreicht ihre höchste Höhe, Il. 4.426; so κορυφούμενον σάλος θαλάσσης und πόθου Aristaen. 1.10; τὸ ἔσχατον κορυφοῦται βασιλεῦσιν Pind. Ol. 1.113, den Königen gipfelt sich das Höchste, d.i. die Könige erreichen das höchste Glück. – Von Zahlen, in eine Hauptsumme zusammenziehen, addieren, κορυφούμενος εἰς ἓν ἀριθμός Alc. Mess. 21 (VII.429); – von den Pyramiden, εἰς μονάδα κορυφοῦσθαι, in eine Spitze, die Eins ist, zusammenlaufen, Iambl. in Nic.

Russian (Dvoretsky)

κορῠφόω:
1 поднимать, вздымать; pass. вздыматься (τὸ κῦμα κυρτὸν ἐὸν κορυφοῦται Hom.);
2 достигать высшей точки: τὸ ἔσχατον κορυφοῦται βασιλεῦσιν Pind. высшая власть дана царям;
3 прибавлять, складывать: κορυφούμενος εἰς ἓν ἀριθμός Anth. сложенное вместе число, общая сумма;
4 архит. увенчивать (τὸ ὀπαῖον ἐπὶ τοῦ Ἀνακτόρου κορυφῶσαι Plut.).

English (Autenrieth)

mid. κορυφοῦται: mid., rise with towering crest; κῦμα (cf. κορθύομαι), Il. 4.426†.

English (Slater)

κορῠφόω bring to a head pass., come to a peak τὸ δ' ἔσχατον κορυφοῦται βασιλεῦσι the utmost pinnacle is formed by kings (O. 1.113)

Greek Monotonic

κορῠφόω: μέλ. -ώσω (κορυφή),
I. φέρνω σε αποκορύφωση — Παθ., (κῦμα) κορυφοῦται, υψώνεται σε καμπυλωτή κορυφή, σε Ομήρ. Ιλ.· τὸ ἔσχατον κορυφοῦται βασιλεῦσι, οι βασιλιάδες βρίσκονται στο αποκορύφωμα, σε Πίνδ.
II. φέρνω εις πέρας, ολοκληρώνω, τελειώνω, περατώνω, σε Πλούτ. — Παθ., κορυφούμενος, έχοντας ανακεφαλαιωθεί, σε Ανθ.

Greek (Liddell-Scott)

κορῠφόω: μέλλ. -ώσω, (κορυφή), φέρω εἰς κορυφήν, ὑψῶ, τὴν περὶ τὰ πρέμνα γῆν Γεωπ. 5. 26, 9· ― Παθ., κῦμα κυρτὸν ἐὸν κορυφοῦται, ὑψοῦται ἐν εἴδει κορυφῆς, (πρβλ. κορύσσω ΙΙ), Ἰλ. Δ. 426· μεταφ. τὸ ἔσχατον κορυφοῦται βασιλεῦσι, οἱ βασιλεῖς εὑρίσκονται εἰς τὸ ὕψιστον σημεῖον, Πινδ. Ο. 1. 182. ΙΙ. φέρω εἰς πέρας, τελειώνω, Πλουτ. Περικλ. 13. ― Παθ., εἰς ἓν κορυφούμενος ἀριθμὸς Ἀνθ. Π. 7.429.

Middle Liddell

κορυφή
I. to bring to a head:— Pass., κῦμα κορυφοῦται rises with arching crest, Il.; τὸ ἔσχατον κορυφοῦται βασιλεῦσι kings are on the highest pinnacle, Pind.
II. to bring to an end, finish, Plut.:—Pass., κορυφούμενος being summed up, Anth.