ἀπόθετος
English (LSJ)
ον, (ἀποτίθημι)
A laid by, stored up, Dsc.5.9, Plu.Caes.35, Luc.Merc.Cond.5: ἀπόθετα, τά, stores, PRyl.153.16 (ii A.D.).
2 hidden, secret, mysterious, ἔπη Pl.Phdr.252b; βίβλοι D.H.11.62, cf. Philostr.Im.1.10, 2.16, Plu.Crass.16.
3 reserved for special occasions, special, φίλος Lys.8.17; δωρεά D.59.93.
4 ἀπόθετος, ὁ (sc. νόμος), name of an aulodic nome, Plu.2.1132d, Poll. 4.79.
II f.l. for ἀπόθεστος, Plu.2.159f.
III ἀπόθετον: deponens, Gloss.; cf. ἀποθετικός II.
Spanish (DGE)
-ον
I 1en gener. guardado, depositado, almacenado σῖτος Hero Stereom.2.54.1, de abstr. τὴν εὐθυμίαν ἐν τῇ γνώμῃ ἀπόθετον ἔχει Fauorin.de Ex.1a
•de pers. guardado, escondido Philostr.Her.19.3
•subst. τὸ ἀπόθετον = depósito, almacén de cereales PCair.Isidor.9.279, 11.48, 51 (III d.C.), Gr.Nyss.V.Mos.53.7
•reserva Gr.Nyss.Hom.in Eccl.401.16
•en plu. τὰ ἀπόθετα = reservas, depósitos Sm.Ps.16.14, ἐκ τῶν ἀποθέτων χρήματα el dinero del tesoro (público), Plu.Caes.35
•op. τὰ ὀφειλόμενα cosas en depósito, PRyl.153.16 (II d.C.), POxy.2667.6 (IV d.C.), SB 10567.22 (III d.C.).
2 de palabras, versos, etc. guardado, arcano, recóndito λέγουσι ... τινες Ὁμηριδῶν ἐκ τῶν ἀποθέτων ἐπῶν δύο ἔπη Pl.Phdr.252b, τῶν ἀποθέτων ποιηταί Philostr.Im.1.10, ἱερῶν τε καὶ ἀποθέτων βίβλων D.H.11.62, παλαιὸν καὶ ἀ. Posidon.253.154, λόγος ἀ. καὶ ἀπόρρητος Plu.2.728f, ἀραί Plu.Crass.16, cf. Him.47.1.
3 reservado, elegido, especial φίλος Lys.8.17, εἴσεσθε τὴν ... δωρεὰν ... τὴν ἀπόθετον τοῖς εὐεργέταις προπηλακιζομένη D.59.93
•como n. de un nomo de flauta el apoteto Plu.2.1132d, 1133a, Poll.4.79.
4 gram. deponente, Gloss.2.236.
II que es para guardar, para conservar τὸ δὲ σκευαστὸν καὶ ἀ. ese es para conservar (el llamado hidromiel), Dsc.5.9, en gener. ἀ. οὐδέν nada para guardar Luc.Merc.Cond.5.
German (Pape)
[Seite 303] weg-, bei Seite gesetzt, aufbewahrt, χρήματα Plut. Caes. 35; geheim, ἔπη Plat. Phaedr. 252 b; ἀραί Plut. Caes. 16; wertvoll, φίλος Lys. 8, 17; δωρεά Dem. 59, 93; als unbrauchbar verworfen, καὶ ἀκλεής Plut. Sept. Sap. conv. 16.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 mis en réserve ; τὰ ἀπόθετα le trésor public;
2 en mauv. part rejeté.
Étymologie: ἀποτίθημι.
Russian (Dvoretsky)
ἀπόθετος:
1 отложенный в сторону, накопленный (χρήματα Plut.);
2 особо хранимый, драгоценный (δωρεά Dem.);
3 сокровенный, тайный (ἔπη Plat.);
4 заброшенный, забытый (ἀκλεὴς καὶ ἀ. Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόθετος: -ον, (ἀποτίθημι) ὁ ἀποτεθειμένος, ὁ τεθεὶς κατὰ μέρος πρὸς διατήρησιν, ὁ τεθησαυρισμένος, Πλουτ. Καῖσ. 35, Λουκ. π. τ. Μισθ. Συνόντ. 5. 2) κεκρυμμένος, μυστικός, μυστηριώδης, ἔπη Πλάτ. Φαῖδρ. 262Α, πρβλ. Διον. Ἁλ. 11. 62, Λοβ. Ἀγλαοφ. σ. 861. 3) ὁ δι’ ἰδιαιτέρας περιστάσεις ἀποτεθειμένος, ἰδιαίτερος, πολλοῦ ἄξιος, φίλος Λυσ. 113. 44· δωρεὰ Δημ. 1376, ἐν τέλ. ΙΙ. ὁ ῥιφθεὶς κατὰ μέρος, ἀπερριμμένος, Πλούτ. 2. 159F.
Greek Monolingual
ἀπόθετος, -ον (AM) αποτίθημι
αρχ.
1. αυτός που έχει ριχτεί κάτω, που κείται κάτω
2. αποθηκευμένος, φυλαγμένος
3. κρυμμένος, μυστικός
4. αυτός που έχει διαφυλαχθεί για εξαιρετικές περιστάσεις
μσν.
το ουδ. ως ουσ.
1. τὸ ἀπόθετον
η αποθήκη
2. τὰ ἀπόθετα
οι προμήθειες.
Greek Monotonic
ἀπόθετος: -ον (ἀποτίθημι),
1. αυτός που έχει τεθεί κατά μέρος, αποθηκευμένος, σε Πλούτ., Λουκ.
2. κρυφός, μυστικός, μυστηριώδης, ἔπη, σε Πλάτ.
3. αυτός που φυλάσσεται για ιδιαίτερες περιστάσεις, εξαιρετικός, ιδιαίτερος, σε Δημ.
Middle Liddell
ἀποτίθημι
1. laid by, stored up, Plut., Luc.
2. hidden, secret, mysterious, ἔπη Plat.
3. reserved for occasions, special, Dem.