ἐκνέω
εἰρήνη ἡ ὑπερέχουσα πάντα νοῦν → peace that surpasses all understanding
English (LSJ)
fut. -νεύσομαι: aor. I ἐξένευσα: pf. ἐκνένευκα Men.Epit. 355:—swim out, swim to land, E.Hipp.823; escape by swimming, Th.2.90: generally, escape, get safely through, Pi.O.13.114, E.Hipp. 470, Men.l.c., E.IT1186.
Spanish (DGE)
• Morfología: [aor. ἐξένευσα E.Cyc.577; perf. ἐκνένευκα Men.Epit.396]
1 salir a nado, escapar a nado ἄνδρας ... ἀπέκτειναν ὅσοι μὴ ἐξένευσαν Th.2.90, cf. Plu.Alc.27, op. ἐσνέω Ael.NA 15.5
•c. giro prep. de gen. salir a nado de ἐκ τῆς θαλάσσης App.BC 5.86
•fig. sobrenadar, salir a flote κούφοισιν ποσίν Pi.O.13.114, πῶς ἂν ἐκνεῦσαι δοκεῖς; E.Hipp.470, cf. 823 (= Chr.Pat.421), Cyc.577, Men.l.c.
2 c. giro prep. de direcc. llegar a nado ἐς τὴν γῆν Luc.DMar.11.2.
German (Pape)
[Seite 770] (s. νέω), herausschwimmen, durch Schwimmen entkommen; Pind. Ol. 13, 109; Eur. Hipp. 823; Thuc. 2, 90 u. Sp., wie Plut. Alc. 27; εἰς τὴν γῆν, ans Land schwimmen, Luc. D. mar. 7, 2; übh. = entkommen, Eur. Hipp. 470 Cycl. 577.
French (Bailly abrégé)
f. ἐκνεύσομαι, ao. ἐξένευσα;
1 nager de, du milieu de, en s'éloignant de;
2 s'échapper à la nage ; p. ext. échapper.
Étymologie: ἐκ, νέω².
Russian (Dvoretsky)
ἐκνέω:
1 выплывать, спасаться вплавь Pind., Eur., Thuc., Plut.: ἐκνεῦσαι εἰς τὴν γῆν Luc. доплыть до земли;
2 спасаться: πῶς ἂν ἐκνεῦσαι δοκεῖς; Eur. как думаешь ты уцелеть?
Greek (Liddell-Scott)
ἐκνέω: μέλλ. -νεύσομαι ἢ -νευσοῦμαι, ἀόρ. α΄ ἐξένευσα: - ἐκκολυμβῶ, κολυμβῶν ἐξέρχομαι εἰς τὴν ξηράν, Εὐρ. Ἱππ. 823. πρβλ. Κύκλ. 577· ἐκφεύγω κολυμβῶν, Θουκ. 2. 90· καθόλου, διαφεύγω, διασῴζομαι, Πινδ. Ο. 13, 163, Εὐρ. Ἱππ. 470, ἴδε Valck., ἐν Εὐρ. Ι. Τ. 1186.
English (Slater)
ἐκνέω swim away met. κούφοισιν ἐκνεῦσαι ποσίν (i. e. take leave of this theme: ἐκνεύσω, ἔκνευσον coni. Maas) (O. 13.114)
Greek Monolingual
ἐκνέω (Α)
1. κολυμπώ προς την ξηρά
2. ξεφεύγω κολυμπώντας
3. διαφεύγω, σώζομαι.
Greek Monotonic
ἐκνέω: μέλ. -νεύσομαι, αόρ. αʹ ἐξένευσα· κολυμπώ για να βγω έξω, κολυμπώ προς τη στεριά, πραγματοποιώ φυγή ή απόδραση που πραγματοποιείται με κολύμπι, σε Ευρ., Θουκ.· γενικά, διαφεύγω, διασώζομαι, σε Ευρ.
Middle Liddell
fut. -νεύσομαι aor1 ἐξένευσα
to swim out, swim to land, escape by swimming, Eur., Thuc.: generally, to escape, Eur.