ἐπεσθίω

From LSJ

Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch

Menander, Monostichoi, 422
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπεσθίω Medium diacritics: ἐπεσθίω Low diacritics: επεσθίω Capitals: ΕΠΕΣΘΙΩ
Transliteration A: epesthíō Transliteration B: epesthiō Transliteration C: epesthio Beta Code: e)pesqi/w

English (LSJ)

A eat after or with (cf. ἐπί B. 1.1d, and v. ἐπιπίνω), κρέασι βοείοις χλωρὰ σῦκ' ἐπήσθιεν E.Fr.907; μικρῷ σίτῳ πολὺ ὄψον X.Mem. 3.14.3; eat cheese with wine, Telecl.25, cf. Com.Adesp.722.
2 eat as an antidole, ὅταν ἔχεως φάγῃ, ἐπεσθίει τὴν ὀρίγανον Arist.HA 612a24, cf. Thphr. CP 6.4.7, Trophil. ap. Stob.4.36.28, Dsc.Eup.1.25.
II eat up, dub. in Pherecr.156.
III chew the cud, Ael. NA2.54.

German (Pape)

[Seite 918] (s. ἐσθίω), dazu-, hinterher-, nachessen, Ar. Plut. 1005; μικρῷ σίτῳ πολὺ ὄψον, viel Fische zu wenig Brot, Xen. Mem. 3, 14, 3; βοείοις κρέασιν ἐπήσθιε σῦκα Ath. VII, 276 f; ὅταν ἔχεως φάγῃ, ἐπεσθίει ὀρίγανον Arist. H. A. 9, 6; Sp.

French (Bailly abrégé)

impf. ἐπήσθιον, f. ἐπέδομαι, ao.2 inf. ἐπιφαγεῖν;
1 manger ensuite ou par-dessus;
2 manger avidement, dévorer.
Étymologie: ἐπί, ἐσθίω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπεσθίω: (fut. ἐπέδομαι, inf. aor. 2 ἐπιφαγεῖν)
1 (с чем-л. или при чем-л.) съедать: ὁ μικρῷ σίτῳ πολὺ ὄψον ἐπεσθίων Xen. съедающий с небольшим количеством хлеба много (прочих) яств;
2 поедать, пожирать (ὀρίγανον Arst.; ἅπαντα Arph.; τάριχος Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπεσθίω: μέλλ. ἐπέδομαι: ἀορ. ἀπαρ. ἐπιφαγεῖν:- ἐσθίω, τρώγω τι μετά τι ἢ σὺν αὐτῷ (πρβλ. ἐπὶ Β. Ι. 1. δ, καὶ ἴδε ἐπιπίνω, κρέασι βοείοις χλωρὰ σῦκ’ ἐπήσθιεν Εὐρ. Ἀποσπ. 899, πρβλ. Ξεν. Ἀπομν. 3. 14, 3. 2) ἐσθίω τι μετὰ τὴν βρῶσιν ἄλλου ὡς ἀντίδοτον, ἡ δὲ χελώνη ὅταν ἔχεως φάγῃ ἐπεσθίει τὴν ὀρίγανον Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 6, 6, πρβλ. Τρόφιλον παρὰ Στοβ. 541, ἐν τέλει. ΙΙ. κατατρώγω, ἅπαντ’ ἐπήσθιεν Ἀριστοφ. Πλ. 1005, πρβλ. Εὔπολ. καὶ Τηλεκλείδ. παρ’ Ἀθην. 170D· πρβλ. ἐπιφαγεῖν.

Greek Monolingual

ἐπεσθίω (Α)
1. τρώω κάτι μετά από κάτι άλλο ή μαζί με κάτι άλλο («κρέασι βοείοις χλωρὰ σῡκ' ἐπήσθιεν», Ευρ.)
2. τρώω άπληστα
3. τρώω κάτι ως αντίδοτο
4. αναμασώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + εσθίω «τρώγω»].

Greek Monotonic

ἐπεσθίω: μέλ. -έδομαι, αόρ. βʹ ἐπ-έφᾰγον·
I. τρώω κάτι μετά ή μαζί με άλλο φαγητό, σε Ξεν.
II. τρώω μέχρι τελευταίας μπουκιάς, κατατρώγω, εξαντλώ τα τρόφιμα, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

fut. -έδομαι aor2 ἐπ-έφᾰγον
I. to eat after or with other food, Xen.
II. to eat up, Ar.