αβρός

From LSJ

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἁβρός, -ά, -όν)·απαλός, τρυφερός, κομψός
νεοελλ.
λεπτός, ευγενικός στους τρόπους, στην ομιλία
αρχ.
1. χαριτωμένος, ωραίος
2. μαλθακός, τρυφηλός
3. ευχάριστος
4. (για πράγματα) λαμπρός
5. (το ουδ. εν. και πληθ. ως επίρρ.) αβρόν και αβρά
απαλά, χαριτωμένα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Αβέβαιης ετυμολ., πιθ. να συνδέεται με τη λέξη ἥβη. Σήμαινε αρχικά τον ωραίο, τον κομψό και αναφερόταν κυρίως σε νέα κορίτσια και γυναίκες (Ανακρ., Σαπφ., Πίνδ.), πολύ νωρίς, όμως, πήρε τη σημασία του μαλακού, απαλού, τρυφερού και, τελικά, έφτασε να έχει τη μειωτική έννοια του μαλθακού. Οι ποιητές τη χρησιμοποίησαν με την αρχική της σημασία και με αυτήν διατηρήθηκε στη Νεοελληνική, όπου δηλώνει τον λεπτό, τον ευγενικό.
ΠΑΡ. αρχ. ἁβροσύνη, ἁβρότης, ἁβρύνω.
ΣΥΝΘ. αρχ. ἁβροβάτης, ἁβρόβιος, ἁβροδίαιτος, ἁβρόπηνος, ἁβροχίτων κ.ά.
μσν.
ἁβρόσιτος, ἁβροστόλιστος
νεοελλ.
αβρόφρων].