ασκώ
ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
Greek Monolingual
(AM ἀσκῶ, -έω)
1. γυμνάζω, προπονώ, καθιστώ κάποιον έμπειρο και ικανό σε κάτι
2. μέσ. με συνεχή επανάληψη και άσκηση προσπαθώ να αποκτήσω πείρα, εκπαιδεύομαι, κοπιάζω
μσν.
εκκλ. μέσ. υποβάλλω το σώμα μου σε στερήσεις
αρχ.
1. επεξεργάζομαι κάτι με τέχνη
2. (για ανθρώπους) στολίζω, ντύνω με φροντίδα
3. τιμώ κάποια θεότητα, τη λατρεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η υπόθεση ότι πρόκειται για μετονοματικό παράγωγο του τ. ασκός και ότι συνδέεται σημασιολογικά με την επεξεργασία των δερμάτων, τη βυρσοδεψία, στερείται αποδείξεως. Αρχικά το ρ. σήμαινε «επεξεργάζομαι κάτι με τέχνη» και στον Όμηρο χρησιμοποιόταν προκειμένου να δηλώσει την επεξεργασία του μαλλιού και την κατεργασία του μετάλλου. Αργότερα στην αττική διάλεκτο προσέλαβε τη γνωστή μέχρι σήμερα σημασία «γυμνάζω, προπονώ» και η λ. χρησιμοποιήθηκε τόσο για τη σωματική, όσο και για την ηθική άσκηση.
ΠΑΡ. άσκηση (-ις), ασκητής
αρχ.
άσκη, άσκημα, ασκητός.
ΣΥΝΘ. ενασκώ, εξασκώ, προασκώ, συνασκώ, φωνασκώ
αρχ.
διασκώ, επασκώ, κατασκώ, προσασκώ, προσεξασκώ, συνεπασκώ, σωμασκώ, χειμασκώ].