αὐλίσκος
κράτιστοι δ᾽ ἂν τὴν ψυχὴν δικαίως κριθεῖεν οἱ τά τε δεινὰ καὶ ἡδέα σαφέστατα γιγνώσκοντες καὶ διὰ ταῦτα μὴ ἀποτρεπόμενοι ἐκ τῶν κινδύνων → the bravest are surely those who have the clearest vision of what is before them, glory and danger alike, and yet notwithstanding, go out to meet it | and they are most rightly reputed valiant who, though they perfectly apprehend both what is dangerous and what is easy, are never the more thereby diverted from adventuring
English (LSJ)
ὁ, (αὐλός I.2)
A small reed, pipe, λιγύφθογγος Thgn.241; αὐλίσκων ὑπὸ λωτίνων cj. in Pi.Parth.2.14: prov., φυσᾷ οὐ σμικροῖσιν αὐλίσκοις = makes a great bluster, S.Fr.768.
II generally, small pipe or tube, Arist.Ath.68.2, Plb.27.11.2, Mnesith. ap. Orib.8.38.3; catheter, Hp.Morb.1.6.
III = αἰδοῖον, Ptol.Tetr.187, Sch.Opp. H.1.582, Anon.in Ptol.Tetr.157.
IV earring (Persian), Hsch.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ 1 flauta pequeña, pífano λιγύφθογγος Thgn.241
•en prov. φυσᾷ οὐ σμικροῖσιν αὐλίσκοις sopla en no pequeñas flautas S.Fr.768, γίγγρας δέ τις αὐ. Poll.4.76, 4.102.
2 gener. tubo pequeño, cánula inserto en los discos de votación, Arist.Ath.68.2
•tubo delgado de hierro, como pieza de un artefacto de guerra, Plb.21.28.12, como pieza de un κέστρος Plb.27.11.2, διόπτρα δύ' αὐλίσκους ἔχουσα alidada con dos tubos Plb.10.46.1
•medic. sonda Hp.Morb.1.6, Aff.21, Steril.222.
3 agujero, boquete Plb.10.44.7, 10, Mnesith.Ath.51.13, 14, 16.
4 pene de un delfín, Sch.Opp.H.1.582.
5 un tipo de pendientes Hsch.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 petite flûte, pipeau;
2 petit tuyau.
Étymologie: αὐλός.
German (Pape)
ὁ, dim. von αὐλός, kleine Nöhre, Hippocr.; Pol. 22.11; kleine Flöte, Soph. frg. 755.
Russian (Dvoretsky)
αὐλίσκος: ὁ
1 маленькая свирель Soph.;
2 тонкая трубка Arst., Polyb.
Greek (Liddell-Scott)
αὐλίσκος: ὁ, ὑποκορ. τοῦ αὐλός, μικρὸς κάλαμος, μικρὸς αὐλός, λιγύφθογγος Θέογν. 241· παροιμ., φυσᾷ οὐ σμικροῖσιν αὐλίσκοις, ποιεῖ μέγαν θόρυβον, Σοφ. Ἀποσπ. 753. ΙΙ. ἐν γένει, μικρὸς σωλήν, Ἱππ. 238. 30, Ἀριστ. Ἀποσπ. 424, κτλ.
English (Slater)
αὐλίσκος
1 pipe σειρῆνα δὲ κόμπον αὐλίσκων ὑπὸ λωτίνων μιμήσομ' ἀοιδαῖς (G-H: λαισκων, αλισκων Π.) Παρθ. 2. 14.
Greek Monolingual
ο (AM αὐλίσκος) αυλός
1. μικρός αυλός
2. σωληνάκι, καθετήρας
αρχ.
1. δικαστική ψήφος
2. ενώτιο, σκουλαρίκι περσικό.
Greek Monotonic
αὐλίσκος: ὁ, υποκορ. του αὐλός, μικρό καλάμι, αυλός, σε Θέογν.