βρέγμα

From LSJ

Τί γὰρ γένοιτ' ἂν ἕλκος μεῖζονφίλος κακός; → What wound is greater than a false friend?

Sophocles, Antigone, 651-2
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βρέγμα Medium diacritics: βρέγμα Low diacritics: βρέγμα Capitals: ΒΡΕΓΜΑ
Transliteration A: brégma Transliteration B: bregma Transliteration C: vregma Beta Code: bre/gma

English (LSJ)

-ατος, τό,
A front part of the head, Batr.228, Hp.VC2, Stratt.34, Arist.HA491a31, al., PA653a35, Herod.4.51, 8.9, etc.:—also βρεγμός EM212.14; βρέχμα, βρεχμός, βροχμός (q.v.) (prob. from βρέχω, because this part of the bone is longest in hardening, Hp.l.c., Arist. GA744a24).
2 in plural, βρέγματα = parietal bones, Gal.17(2).3.
3 substance found in peppercorns, Dsc.2.159.
II = ἀπόβρεγμα, infusion, extract, D.S.3.32.
III drenching with rain, Erot. s.v. ὕσματα (pl.).

Spanish (DGE)

-ματος, τό
grano huero de la pimienta negra, Dsc.2.159.
• Etimología: Palabra de origen oriental, seguramente india.
βρέγματος, τό
I anat. bregma, parte superior y anterior de la cabeza, Hp.VC 2, Stratt.35, Arist.HA 491a31, PA 653a35, Herod.4.51, 8.9, Batr.(l)228, Gal.12.506, 17(2).3, Poll.2.39, Hsch.
poét. cabeza βρέγματος ἐκ δίοιο σὺν ἔντεσιν ἥλαο πατρός de Atenea, Call.Fr.37.3, cf. Call.SHell.259.28.
II 1infusión D.S.3.32, cf. ἀπόβρεγμα.
2 plu. lluvias Erot.88.2.
• Etimología: v. βρέχμα, βρεχμός y βρέχω.

German (Pape)

[Seite 463] τό, 1) Aufguß, D. Sic. 3, 32. – 2) der Oberschädel, Vorderkopf (weil er bei Kindern am längsten weich u. feucht ist), Strattis Ath. XI, 467 e; Arist. H. A. 1, 7; Batrachom. 230; vgl. βρεχμός.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 sommet de la tête (où afflue la gourme des enfants);
2 infusion, décoction.
Étymologie: βρέχω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βρέγμα -ατος, τό [~ βρεχμός voorhoofd, (voorkant van de) schedel.

Russian (Dvoretsky)

βρέγμα: ατος τό
1 темя, макушка головы Batr., Arst.;
2 (у детей), родничок Arst.;
3 настой, отвар (παλιούρων Diod.).

Frisk Etymological English

βρεγμός See also: s. βρεχμός.
2. See also: s. βρέχω
3.
Grammatical information: n.
Meaning: substance found in peppercorns (Dsc.2, 159)
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] India
Etymology: Word of Indian origin acc. to Pliny NH XII, 14,27; s. Hemmerdinger, Glotta 48 (1970) 64.

Middle Liddell

[deriv. uncertain]
the front part of the head, Lat. sinciput, Batr.

Greek Monolingual

το (AM βρέγμα και βρέχμα, το και βρεγμός και βρεχμός, ο)
το σημείο συνάντησης των ραφών ανάμεσα στο μετωπιαίο και στα βρεγματικά οστά του κρανίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η ήδη αρχαία (Ιπποκρ., Αριστ.) ετυμολόγηση της λ. < βρέχω (λόγω του ότι το βρέγμα στα νεογέννητα παιδιά είναι τρυφερό και αργεί να σκληρύνει) οφείλεται πιθ. σε παρετυμολογία. Αμφιβολίες γεννά η σύνδεση με τον γερμανικό όρο για το «κρανίο», πρβλ. αγγλοσαξ. brœgen, μσν. κάτω γερμ. bragen κ.ά. (< mregh- ή b (h) regh-). Τέλος, σημασιολογικές δυσχέρειες δημιουργεί ο συσχετισμός με το αβεστ. mdrdzu- «αυχένας, τράχηλος, άκρο του λαιμού και της πλάτης» και άλλες νεοϊρανικές λέξεις «τράχηλος, λαιμός» (< αρχικό ιραν. mrz-)].

Wikipedia EN

The bregma is the anatomical point on the skull at which the coronal suture is intersected perpendicularly by the sagittal suture. The bregma is located at the intersection of the coronal suture and the sagittal suture on the superior middle portion of the calvaria. It is the point where the frontal bone and the two parietal bones meet.

Wikipedia DE

Als Bregma wird am Schädel derjenige Punkt bezeichnet, an dem die Sutura coronalis (Kranznaht), die das Stirnbein von den Scheitelbeinen trennt, und die Sutura sagittalis (Pfeilnaht), die die beiden Scheitelbeine trennt, zusammentreffen. Er hat Bedeutung in der Kraniometrie.

Greek Monotonic

βρέγμα: -ατος, τό, μπροστινό μέρος του κεφαλιού, πάνω απ' το μέτωπο, Λατ. sinciput, σε Βατραχομ. (αμφίβ. προέλ.).

Greek (Liddell-Scott)

βρέγμα: τό, τὸ πρόσθιον μέρος τοῦ κρανίου ὑπὲρ τὸ μέτωπον, Λατ. sinciput, Βατρ. 230, Ἱππ. Κεφ. Τρ. 896, Στράττις Μηδ. 2, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 1. 7, 2 κ. ἀλλ., Ἀριστ. Ζ. Μ. 2. 7, 18 κ. ἀλλ.· ὡσαύτως βρεγμὸς ἢ βρεχμός, βρέχμα· (πιθανῶς ἐκ τοῦ βρέχω, διότι τοῦτο τὸ μέρος τοῦ ὀστοῦ βραδύτερον τῶν ἄλλων ἀποστεοῦται, Ἱππ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ἀριστ. π. Ζ. Γ. 2. 6, 36). ΙΙ. = ἀπόβρεγμα, διάλυσις σώματός τινος εἰς ὕδωρἄλλο ὑγρόν, Διόδ. 3. 32.

Frisk Etymology German

βρέγμα: βρεγμός
{brégma}
See also: s. βρεχμός.
Page 1,264