γονεύς
English (LSJ)
γονέως, ὁ, begetter, father, mostly in plural, parents, h.Cer.240, Hes.Op.235, Pi.P.6.27, Pl.Smp. 178b, etc.: in sg., of a serpent, Hdt.3.109; of a man, Pl.R. 457d; φράζε τίνος γονέως IG12 (5).310: generally, progenitor, ancestor, πέμπτος γονεύς: ancestor in the fifth generation, Hdt.1.91, cf. Is.8.32; οἱ ἄνωθεν γ. Arist.GA722a8. (Nom. pl. γονεῖες Histria7.27: acc. pl. γονέᾰς Antiph.261: dat. pl. γονεῖσι SIG1267.24 (Ios, iii A. D.).)
Spanish (DGE)
-έως, ὁ
• Morfología: [jón. gen. γονῆος Call.Fr.43.70; ac. γονῆα Call.Fr.41.2; át. plu. nom. γονῆς Pl.Smp.178b; ac. γονέᾰς Antiph.261, γονεῖς Hyp.Eux.6; dat. γονεοῦσι IAssos 14.1 (I d.C.), γονεῖσι Hymn.Is.17 (Ios), SEG 6.430 (Iconion, imper.)]
I en sg. y plu.
1 padre τίκτουσιν ... γυναῖκες ἐοικότα τέκνα γονεῦσι Hes.Op.235, καὶ μήτε γονέα ἔκγονον εἰδέναι τὸν αὑτοῦ, μήτε παῖδα γονέα Pl.R.457d, ἑὸν δέ μιν οἷα γονῆα ... ἄγουσι Call.Fr.41.2, de Urano, Call.Fr.43.70, cf. Plb.1.72.5, 6.39.7, Amyntas SHell.43.3, D.C.57.63, φράζε, τίνος γονέως IG 12(5).310 (Paros II d.C.), ref. a anim., Hdt.3.109.
2 progenitor, antepasado πέμπτος γ. = antepasado de la quinta generación Hdt.1.91, γονέας ὑβρίζειν = cometer un abuso contra (mis nobles) antepasados E.El.257, οἱ ἄνωθεν γ. Arist.GA 722a8.
II sólo plu.
1 plu. por sg. padre γονέων ἐκτίμους ἴσχουσα πτέρυγας ... γόων = sujetando las alas de unos sollozos que no iban a honrar a mi padre S.El.241, cf. 146.
2 padre y madre, padres, progenitores λάθρα φίλων γονέων h.Cer.240, cf. S.OT 436, E.Alc.714, Hdt.2.43, Hp.Decent.18, Ep.13, ἐλπίδες δ' ὀκνηρότεραι γονέων Pi.N.11.22, cf. P.6.27, καὶ μὴ περὶ τοὺς σαυτοῦ γονέας σκαιουργεῖν Ar.Nu.994, γονῆς ... Ἔρωτος οὔτ' εἰσίν = Amor no tiene padres Pl.l.c., cf. Mx.248d, Prt.346b, X.Mem.2.2.3, κελεύει γὰρ τρέφειν τοὺς γονέας Is.8.32, πειθαρχοῦντες ὥσπερ γονεῦσι τοῖς ἐφόροις Plb.23.11.4, cf. Aen.Tact.10.23, PHib.38.14 (III a.C.), Artem.2.69, LXX To.10.12, Iu.5.8, 4Ma.2.10, Eu.Luc.2.27, Luc.DMeretr.4.1, 3, D.C.59.10.7, 78.11.1, POxy.75.34, 478.11 (ambos II d.C.), 1121.11 (III d.C.), ἡδίων τοῖς γονεῦσιν ὁ καλλίων (παῖς) Aristaenet.1.19.42, cf. Ach.Tat.2.34.6, X.Eph.1.2.7, οἱ γονεῖς σου Hierocl.Facet.51β.
German (Pape)
[Seite 501] ὁ, der Erzeuger, Vater, bes. im plur. die Eltern, H. h. Cer. 240; Hes. O. 233; Pind. P. 6, 27; Her. 4, 5; Ar. Nubb. 981 u. a. com., immer plur.; Plat. Conv. 178 b u. öfter, wie Sp.; ὁ πέμπτος γονεύς, Ahnherr, Her. 1, 91; Arist. H. A. 7, 6 οἱ γεννήσαντες καὶ οἱ ἄνωθεν γονεῖς. Von Tieren, Her. 3, 109. – Homer. Odyss. 8, 554 γονῆες v.l. für τοκῆες, Scholl.
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
1 père ; d'ord. au pl. οἱ γονεῖς père et mère, parents;
2 p. ext. ancêtre.
Étymologie: R. Γεν ; v. γίγνομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γονεύς -έως, ὁ γίγνομαι ouder, vader; meestal plur. ouders; ook voorouders, voorgeslacht.
Russian (Dvoretsky)
γονεύς: έως ὁ
1 родитель, отец Her., Plat.; pl. родители Hes., Pind., Arph., Plat., Arst.;
2 предок: ὁ πέμπτος γ. Her. предок в пятом поколении; οἱ γεννήσαντες καὶ οἱ ἄνωθεν γονεῖς Arst. родители и отдаленные предки.
Middle Liddell
γείνομαι II]
a begetter, father: in plural γονεῖς, έων, οἱ, the parents, Hes., Attic: also, a progenitor, ancestor, Hdt.
English (Slater)
γονεύς
1 parent ταύτας δὲ μή ποτε τιμᾶς ἀμείρειν γονέων βίον πεπρωμένον (P. 6.27) ἐλπίδες δὀκνηρότεραι γονέων παιδὸς βίαν ἔσχον (N. 11.22) Ἀγασικλέει ἐσλοῖς τε γονεῦσιν Παρθ. 2. 40.
English (Strong)
from the base of γίνομαι; a parent: parent.
English (Thayer)
γονεως, ὁ (ΓΑΝΩ, γέγονα) (Homer h. Cer., Hesiod, others); a begetter, parent; plural οἱ γονεῖς the parents: L text T Tr WH; (γονεῖς: Winer's Grammar, § 9,2; (Buttmann, 14 (13)).
Greek Monolingual
ο
βλ. γονιός.
Greek Monotonic
γονεύς: -έως, ὁ (γείνομαι II), γεννήτορας, πατέρας· στον πληθ., γονεῖς, -έων, οἱ, γονείς, σε Ησίοδ., Αττ.· γενικά, προπάτορας, πρόγονος, σε Ηρόδ.
Greek (Liddell-Scott)
γονεύς: έως, ὁ, ὁ γεννῶν, πατήρ· τὸ πλεῖστον κατὰ πληθ., γονεῖς, έων, οἱ, ὡς καὶ παρ’ ἡμῖν, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 241, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 233, Ἡρόδ., Πίνδ., Ἀττ.·― καθ’ ἑνικὸν ἐπὶ ὄφεως, Ἡρόδ. 3. 109· ἐπὶ ἀνθρώπου, Πλάτ. Πολιτ. 457D· φράζε τίνος γονέος Συλλ. Ἐπιγρ. 2415· καθόλου, πρόγονος, παλαιὸς γεννάρχης, ὁ πέμπτος γ., ὁ πρόγονός τινος τῆς πέμπτης γενεᾶς, Ἡρόδ. 1. 91·― αἰτιατ. πληθ. γονέᾰς, Ἀντιγ. ἐν Ἀδήλ. 58.
Chinese
原文音譯:goneÚj 哥扭士
詞類次數:名詞(19)
原文字根:成為 相當於: (אָב)+ (אֵם)
字義溯源:父母;源自(γίνομαι)*=成為)正如在舊約的教導,保羅也提醒作兒女的,要在主裏聽從父母,這是理所當然的( 弗6:1),保羅同樣也說,作兒女的,要凡事聽從父母,因為這是主所喜悅的( 西3:20)。另一面,保羅沒有忘記提醒作父親的,不要惹兒女的氣( 弗6:4; 西3:21),這是何等平衡的交通。同源字: (γίνομαι)成為, (ἔκγονος)後裔, (πρόγονος)祖先
出現次數:總共(20);太(1);可(1);路(6);約(6);羅(1);林後(2);弗(1);西(1);提後(1)
譯字彙編:
1) 父母(19) 太10:21; 可13:12; 路2:27; 路2:41; 路2:43; 路8:56; 路18:29; 路21:16; 約9:2; 約9:3; 約9:18; 約9:20; 約9:22; 約9:23; 林後12:14; 林後12:14; 弗6:1; 西3:20; 提後3:2;
2) 父母的(1) 羅1:30